Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ 02

 

Άν δεν μούδινες την ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου.
Ἐνῶ τώρα εὐτύχησα νάχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια. 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ 01


Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ  (1939- 2020) ήταν  ποιήτρια και μεταφράστρια. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και Ελβετία. Είναι Διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Πρωτοδημοσίευσε στην «Καινούργια Εποχή» το 1956. Έχει δημοσιεύσει άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό Έχει δώσει διαλέξεις και έχει διαβάσει ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.α.). Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ποιήματά της περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες σε όλο τον κόσμο.
 

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ 06

 

Στον φίλο που πάει για δάσκαλος

Μονάχος σου, σὲ ἀψηλὸ χωριὸ ἀπομονωμένος,
δίχως μάνα νὰ σοῦ καρικώνει τὶς κάλτσες, δίχως φίλους
γιὰ βόλτα,
τότε θὰ νιώσεις πὼς ὅ,τι πῆρες – πῆρες· τώρα πρέπει νὰ
δώσεις·
κι ἂν ἔχεις πολλά, πολλὰ θὰ δώσεις· ἂν λίγα,
σκέψου τὶς ὦρες ποὺ σπατάλησες ἐδῶ κι ἐκεῖ.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ 02

 

Δον Κιχώτης

Στὸν αἰώνα λαμποκοπᾶ ἡ μορφή σου
κι ὁ καγχασμός σου στὸ Κενὸ ἀντηχάει,
κράνος καὶ τελαμῶνες ἡ στολή σου,
μιὰ εἰρωνεία καὶ σ’ ὅ,τι ξεψυχάει.

Οὒτ’ ἡ ψυχή σου ξέρει τὴν ὑφή σου
κι εἶσαι τὸ αἴνιγμα ἄλυτο ποὺ πάει
σὲ φαντασίωση, ποὺ νέα γεννάει
ἀπὸ τὸ Σάντσο, τὸ συγκρατητή σου

Στοχαστικῆς μιᾶς ἀσκεψίας εἰκόνα.
ἀλλόκοτης συνήθειας μεγαλεῖο,
δὲν ἔλυσες καὶ μὲς στὸ πανδοχεῖο

τῆς περικεφαλαίας σου τὸν τελαμώνα,
παράδοξης ἁπλότητος στοιχεῖο
καὶ λογισμοῦ συνθέτου κολοφώνα.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ 03

 


Η ΜΕΡΑ ήτανε ζεστή. Κόντευε κιόλας το καλοκαίρι κι ένας ήλιος βαρύς, πνιγερός, κατακάθιζε την κάψα του, σαν πλάκα πυρωμένη πάνω στο διψαλέο κάμπο. Μυρμήδιζε τυφλωτικό στον ασάλευτο αέρα το λιοπύρι, σπίθιζε, και τα μάτια έτσουζαν σαν κεντημένα από βελόνες πυρωμένες.


Μέσα στο λεωφορείο η ζέστη έφερνε δύσπνοια. Το χνότο των ιδρωμένων κορμιών, κάποια τσουβάλια ριγμένα χάμου, η στεγνή μπόχα από τα ρούχα των ανθρώπων που συγκάηκαν και μυρίζανε ξίδι φλόμωναν τον αέρα, ασφυχτικά. Παραξενεύτηκε εκείνος δεν είδε τη Σοφία να διαμαρτύρεται. Κιόλας αυτός μετάνιωνε για τη σκέψη του να τη φέρει σήμερα εδώ, πάσχιζε να βρει ευκαιρία να δικαιολογηθεί, ενώ εκείνη, αμίλητη, κοίταζε ίσια μπροστά από το τζάμι του οδηγού, σα να πορευότανε με κάποιαν αποστολή ορισμένη.