Ἡ νύχτα ζώνει τοὺς συντρόφους στὴν ἀκρογιαλιά. Ποιὸς ξέρει τί ὥρα εἶναι; Τίποτα δὲ φαίνεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὸ πέλαγο. Καὶ τὸ καράβι τ' ἀραγμένο, ποὺ περιμένει τὸ ξεκίνημα, δὲ χαράζει πουθενὰ κι αὐτὸ μὲς στὰ βαθιὰ σκοτάδια· ἴσως καὶ δὲν ὑπάρχει ὁλότελα… Τὰ μάτια τῶν συντρόφων τοῦ κάκου τ' ἀναζητοῦν. −Νύχτα ἀπὸ τὴν κόλαση βγαλμένη!