Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ 03


Το 1908 η Ελλάδα για άλλη μια φορά είναι ταπεινωμένη. Μετά την πτώχευση του Τρικούπη και τις ήττες, οι δανειστές ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Ίντριγκες, ψέμματα, φόροι και χαράτσια. Ο λαός πεινάει. Όχι όπως σήμερα, αλλά σαφώς χειρότερα. Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία και ο Κωστής Παλαμάς γράφει το ποίημα «Γύριζε».... Ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας ταλαιπωρημένος λαός, που πολιτικάντηδες δημαγωγοί εύκολα τον έσερναν από τη μύτη- συνέθεταν ένα ζοφερό σκηνικό.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ 02

Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 03

H Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο είναι δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ένας αποχαιρετισμός του μεγάλου ποιητή στον εξίσου μεγάλο ομότεχνό του.
Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν ένας ποιητής που αγωνίστηκε για ελευθερία και δημιουργικότητα ενάντια σε μία κακώς εννοούμενη παράδοση . Σύμμαχος, φίλος και δάσκαλος σε αυτή τη μεγάλη πορεία υπήρξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Ο Εμπειρίκος ήταν ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολάκερη και διασκελισμό τον Έρωτα ».

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ 02

Ο Γεώργιος Βιζυηνός ήταν πεζογράφος και ποιητής με έντονη προσωπική σφραγίδα στην προβολή του ρεαλισμού, ώστε να συγκαταλέγεται μαζί με τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Βαλαωρίτη στους θεμελιωτές του νεοελληνικού λογοτεχνικού λόγου. Από τα ξεχωριστά πεζογραφήματά του είναι «ο Μοσκώβ Σελήμ».


Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ 01

Τὸ βλογημένο μαντρί

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.