Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ 02


ΕΣΤΙΑΔΕΣ

Bαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Kακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή ― κι όλοι πετιούνται αλλαλιασμένοι.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ 03

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ 02



ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ

2Η ΕΚΔΟΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1905



ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΔΕΦΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ


Ο ήλιος ανάτελνε τότες στη ζωή μου. Ένας ήλιος μου φαινότανε η Ελλάδα όλη. Μου φώτιζε ο ήλιος την ψυχή. Σα να τον έβλεπα πρώτη φορά, όταν κατέβηκα στην Πόλη, στα Νησιά, στην Αθήνα. Κι ωστόσο τον ήξερα κι από πρώτα εκείνο τον ήλιο, τον ήξερα καλά. Ήτανε ο ήλιος που γνώρισα στην Πόλη παιδί, ένας ήλιος φρέσκος, όχι φλογισμένος, όπως τόνε φαντάζουνται πολλοί. Την άνοιξη, κάποτες και το καλο­καίρι, στο παλιό μας το σπίτι του Γαλατά, στο πέτρινο το σπίτι, από πάνω από τ’ αψηλό το παραθύρι, πρωί πρωί, τον έβλεπα τον ήλιο στο Μπογάζι, τον έβλεπα στα κύματα μέσα να μπαίνει, να λούζεται στα νερά τα διαμαντένια, να χρυσώνει παρέκει τις κορφούλες, και κάποια παράξενη, μυρωδάτη, δρο­σάτη απαχνιά που ανέβαινε ως εμένα με τον αέρα το βελουδέ­νιο, με περέχυνε και με ξυπνούσε. Πρέπει κανείς να ’ζησε στα μέρη μας από μικρός, για να καταλάβει, για να νοιώσει, για ν’ αγαπήσει όλη τη γλύκα, όλο το νόημα το άγνωστο αλλού, που έχει το αταίριαχτο κι απλό ρήμα ξυπνώ. Ναι, ξυπνάς και χαίρεσαι αμέσως. Χαίρεσαι τη Δημιουργία, την ύπαρξη, χαίρεσαι τον ουρανό που ιδιοστιγμίς, άμα φέξει, όλα τα πράματα σού τα ξεσκεπάζει, λες μάλιστα και πρόθυμος σού τα φέρνει ως τα χείλια, σαν ποτήρι νερό, να πιεις και ν’ ανασάνεις. Γί­νεσαι και συ Δημιουργία, πάβεις να είσαι άτομο, χάνεσαι μέσα στην Πλάση, όπως χάνεται στα κύματα το κύμα, όπως χά­νεται το λούλουδο στον κάμπο. Στους άλλους τόπους αργεί να ξημερώσει· φιλάργυρος ο ουρανός, κι ένα ένα σου τα ξεφανερώνει, θολά κάποτες και σκούρα. Στην Ανατολή και στην Ελλάδα, με μιας όλα τα ξανοίγεις. Κοιτάζεις κι η ματιά σου αρπάζει τον κόσμο· αναπνές κι η αναπνοή σου τον κόσμο αναπνέει.