Ὁ Βαθὺς Λόγος
K᾿ ἕνας ἀπ᾿ ὅλους
μοῦ ἔφεξε
κι ἀκόμα φέγγει λόγος. Καὶ ἡ ψυχή μου
στὴν πλάση μέσα τὸν ἀλήθεψε -
καί, νὰ μπεῖ
στὸ νόημα σύγκορμη καὶ πρίν, ἀκέρια ἐστάθη.
κι ἀκόμα φέγγει λόγος. Καὶ ἡ ψυχή μου
στὴν πλάση μέσα τὸν ἀλήθεψε -
καί, νὰ μπεῖ
στὸ νόημα σύγκορμη καὶ πρίν, ἀκέρια ἐστάθη.
Ὡς ἕνα στύλο ἕνας
σεισμός,
τὴ ζύγιασε, τὴν ἔστησε,
σὰν κυπαρίσσι ρίζες ἄδραξε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
τὴ ζύγιασε, τὴν ἔστησε,
σὰν κυπαρίσσι ρίζες ἄδραξε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
K᾿ ἦταν ὁ λόγος
τοῦ Ὀδυσσέα 100
στοῦ τραγῳδοῦ τὸ νοῦ,
ποὺ τρίσβαθα
τοῦ ραψῳδοῦ τοῦ ἐμίλει ἡ ἁρμονία
μπρὸς στὸ γιγάντειο πόνο τοῦ Αἴαντα
στοῦ τραγῳδοῦ τὸ νοῦ,
ποὺ τρίσβαθα
τοῦ ραψῳδοῦ τοῦ ἐμίλει ἡ ἁρμονία
μπρὸς στὸ γιγάντειο πόνο τοῦ Αἴαντα