Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ 03

 Κάλαντα


Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά.
Τα γνωρίζω τα παιδιά – όλα
τα γνωρίζω.
Εκείνο το χλωμό παιδί είναι του Ρήγα
του Πέτρου Ρήγα που τον πήραν ένα σούρουπο
στα γερμανικά στρατόπεδα.
Το διπλανό με τα μεγάλα μάτια
είναι του ανάπηρου Καπλάνη.
Κι ετούτο δω το βυζανιάρικο
δεν είναι τ’ ορφανό της κυρα-Δέσπως;
…Μάνα, γιόμισέ τα δώρα τα παιδιά…
Κοίτα πως χαμογελούν…
Πόσο ωραία λένε τα κάλαντα!

Πηγή: Μ. Μέσκος, "Κάλαντα", Μαύρο Δάσος (Ποιήματα 1958- 1986), Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σ. 21.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 09

 



ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Στὴν ταβέρνα τοῦ Πατσοπούλου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἐφύσα, καὶ ὑψηλὰ εἰς τὰ βουνὰ ἐχιόνιζεν, ἕνα πρωί, ἐμβῆκε νὰ πίῃ ἕνα ρώμι νὰ ζεσταθῇ ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ὑβρισμένος ἀπὸ τὴν πενθεράν του, δαρμένος ἀπὸ τὸν κουνιάδον του, ξωρκισμένος ἀπὸ τὴν κυρα-Στρατίναν τὴν σπιτονοικοκυράν του, καὶ φασκελωμένος ἀπὸ τὸν μικρὸν τριετῆ υἱόν του, τὸν ὁποῖον ὁ προκομμένος ὁ θεῖός του ἐδίδασκεν ἐπιμελῶς, ὅπως καὶ γονεῖς ἀκόμη πράττουν εἰς τὰ «κατώτερα στρώματα», πῶς νὰ μουντζώνῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ βλασφημῇ καὶ νὰ κατεβάζῃ κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατὰ καὶ κόλλυβα. Κ᾽ ἔπειτα, γράψε ἀθηναϊκὰ διηγήματα!

Ὁ προβλεπτικὸς ὁ κάπηλος, διὰ νὰ ἔρχωνται ἀσκανδαλίστως νὰ ψωνίζουν αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες, αἱ γειτόνισσαι, εἶχε σιμὰ εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰς φιάλας, πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον, ὀλίγον σάπωνα, κόλλαν, ὀρύζιον καὶ ζάχαριν, εἶχε δὲ καὶ μύλον διὰ νὰ κόπτῃ καφέν. Ἀλλ᾽ ἔβλεπες πρωὶ καὶ βράδυ νὰ ἐξέρχωνται, ἀτημέλητοι καὶ μισοκτενισμέναι, γυναῖκες φέρουσαι τὴν μίαν χεῖρα ὑπὸ τὴν πτυχὴν τῆς ἐσθῆτος, παρὰ τὸ ἰσχίον, καὶ τοῦτο ἐσήμαινεν, ὅτι τὸ ὀψώνιον δὲν ἦτο σάπων, οὔτε ὀρύζιον ἢ ζάχαρις.

Ἤρχετο πολλάκις τῆς ἡμέρας ἡ γρια-Βασίλω, πτωχή, ἔρημη καὶ ξένη στὰ ξένα, ἥτις δὲν εἶχε προλήψεις, κ᾽ ἔπινε φανερὰ τὸ ρούμι της. Ἤρχετο καὶ ἡ κυρα-Κώσταινα ἡ Κλησιάρισσα, ἥτις ἐβοηθοῦσε τὸ κατὰ δύναμιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἱσταμένη πλησίον τοῦ μανουαλίου, διὰ νὰ κολλᾷ τὰ κηρία, καὶ ὅσας πεντάρας ἔπαιρνε τὴν Κυριακήν, ὅλας τὰς ἔπινε, μετ᾽ εὐσυνειδήτου ἀκριβείας, τὴν Δευτέραν, Τρίτην καὶ Τετάρτην.

Ἤρχετο κ᾽ ἡ Στρατίνα, νοικοκυρὰ μὲ δύο σπίτια, ὁποὺ ἐφώναζεν εἰς τὴν αὐλόπορταν, εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὸ καπηλεῖον ὅλα τὰ μυστικά της, δηλ. τὰ μυστικὰ τῶν ἄλλων, καὶ μέρος μὲν αὐτῶν ἔμενον εἰς τὴν αὐλήν, μέρος δὲ ἔπιπτον εἰς τὸ καπηλεῖον, καὶ τὰ περισσότερα ἐχύνοντο εἰς τὸν δρόμον· κ᾽ ἐξωνομάτιζε* τὸν κόσμον, ποία νοικάρισσα τῆς καθυστερεῖ δύο νοίκια, ποῖος ὀφειλέτης τῆς χρεωστεῖ τὸν τόκον, ποία γειτόνισσα τῆς ἐπῆρεν ἕνα εἶδος, δανεικὸν κι ἀγύριστον. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης τῆς ἐχρωστοῦσε τρία νοίκια, ὁ μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔτρεχεν, ἕξ. Ἡ Λενιὼ ἡ κουμπάρα της τῆς πέρασε δευτέραν ὑποθήκην μὲ δόλον εἰς τὸ σπίτι, καὶ τώρα ἦτον ἀνάγκη νὰ τρέχῃ εἰς δικηγόρους καὶ συμβολαιογράφους διὰ νὰ ἐξασφαλίσῃ τὰ δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, ἡ ἀνεψιά της ἀπ᾽ τὸν πρῶτον ἄνδρα της, τῆς εἶχεν ἀφήσει ἕνα ἀμανάτι διὰ νὰ τὴν δανείσῃ δέκα δραχμάς, καὶ τώρα κατὰ τὴν ἐκτίμησιν δύο χρυσοχόων ἀπεδείχθη ὅτι τὸ ἀσημικὸν ἦτο κάλπικον καὶ δὲν ἤξιζεν οὔτε ὅσον ἤξιζαν τὰ δύο φυσέκια μὲ τὲς σκουριασμένες μπακίρες ― τὰς ὁποίας, ἀφοῦ, κατὰ τὴν συνήθειάν της (αὐτὸ δὲν τὸ ἔλεγεν, ἀλλ᾽ ἦτο γνωστόν), ἔβγαλεν ἔξω τὸν γερο-Στρατήν, τὸν ἄνδρα της, τὴν κόρην της, τὴν Μαργαρίταν, καὶ τὴν ἐγγονήν της, τὴν Λενούλαν, ἤνοιξε τὴν κρύπτην, ἀπέθεσεν ἐκεῖ τὸ ἐνέχυρον, ἔβγαλε τὸ κομπόδεμα, ἔλαβε τὰ φυσέκια, καὶ τὰ ἐνεχείρισε μὲ τρόπον, ὁποὺ ἐσήμαινε νὰ τὰ δώσῃ καὶ νὰ μὴν τὰ δώσῃ, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἐκολλοῦσαν στὰ χέρια της, εἰς τὴν πτωχὴν τὴν Κατίναν.

Ἡ Ἀσημίνα, ἡ παλαιὰ νοικάρισσά της, τραγουδίστρα τὸ ἐπάγγελμα, ὅταν ἐξεκουμπίσθη κ᾽ ἔφυγε, τῆς ἐχρωστοῦσε τρία μηνιάτικα κ᾽ ἐννέα ἡμέρας. Καὶ τὰ μὲν ἔπιπλα, ὁποὺ ἔπρεπε κατὰ δίκαιον τρόπον νὰ τὰ ἐκχωρήσῃ εἰς τὴν σπιτονοικοκυράν, τὰ παρέδωκεν εἰς τὸν καῦκόν* της, τὸν τελευταῖον ἀγαπητικόν της, ποὺ νὰ τσάκιζε τὸ πόδι της, νὰ μὴν εἶχε σώσει ποτέ… καὶ εἰς αὐτὴν δὲν ἔδωκεν ἄλλο τίποτε, παρὰ ἕνα παλιοφυλαχτὸν ἐκεῖ, λιγδιασμένον, καὶ τῆς εἶπε μυστηριωδῶς ὅτι αὐτὸ περιεῖχε τίμιον ξύλον… Σὰν ἐγκρεμοτσακίσθη κ᾽ ἔφυγε, τὸ ἀνοίγει καὶ αὐτὴ ἐκ περιεργείας, καὶ ἀντὶ τιμίου ξύλου, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχας, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ἀκοῦτε σεῖς αὐτά;

*
* *

Εἰσῆλθε ριγῶν ὁ μαστρο-Παυλάκης καὶ ἐζήτησεν ἕνα ρώμι. Τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὁποὺ τὸν ἤξευρε καλά, τοῦ εἶπεν·

―Ἔχεις πεντάρα;

Ὁ ἄνθρωπος ἔσεισε τοὺς ὤμους μὲ τρόπον διφορούμενον.

― Βάλε σὺ τὸ ρούμι, εἶπεν.

Πῶς νὰ ἔχῃ πεντάρα; Καλὰ καὶ τὰ λεπτά, καλὴ κ᾽ ἡ δουλειά, καλὸ καὶ τὸ κρασί, καλὴ κ᾽ ἡ κουβέντα, ὅλα καλά. Καλύτερον ἀπ᾽ ὅλα ἡ ρᾳστώνη, τὸ δόλτσε φὰρ νιέντε* τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν. Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην, τὴν Δευτέραν διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτην διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην καὶ Παρασκευὴν δι᾽ ἐργασίαν, καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα. Ποῖος λέγει ὅτι αἱ ἑορταὶ εἶναι παραπολλαὶ διὰ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας, καὶ αἱ ἐργάσιμοι εἶναι πολὺ ὀλίγαι; Αὐτὰ τὰ λέγουν ὅσοι δὲν ἔκαμαν ποτὲ σωματικὴν ἐργασίαν καὶ ἠξεύρουν μόνον διὰ τοὺς ἄλλους νὰ θεσμοθετοῦν.

Ἀκριβῶς τὴν ὥραν ταύτην ἦλθεν ἀπ᾽ ἀντικρὺ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκορράφτης, διὰ νὰ πίῃ τὸ πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν εἶχε νὰ κάμνῃ αὐτὰ τὰ συχνὰ ταξιδάκια, καθὼς τὰ ὠνόμαζε. Διέκοπτεν ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴν ἐργασίαν του δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν, καὶ ἤρχετο νὰ πίῃ ἕνα κρασί. Ἔπαιρνεν ἐργασίαν ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ κ᾽ ἐδούλευεν ὡς κάλφας εἰς τὸ δωμάτιόν του. Εἰσῆλθε καὶ παρήγγειλεν ἕνα κρασί. Εἶτα ἰδὼν τὸν Παῦλον:

― Βάλε καὶ τοῦ μαστρο-Παυλάκη ἕνα ρούμι, εἶπεν.

Ὡς ἀπὸ Θεοῦ σταλμένος διὰ νὰ λύσῃ τὸ ζήτημα τῆς πεντάρας μεταξὺ τοῦ πελάτου καὶ τοῦ ὑπηρέτου, ἐκάθισε πλησίον τοῦ Παύλου καὶ ἤρχισε τοιαύτην ὁμιλίαν, ἡ ὁποία ἦτο μὲν συνέχεια τῶν ἰδίων λογισμῶν του, εἰς δὲ τὸν Παῦλον ἐφάνη ὡς συνηγορία ὑπὲρ τῶν ἰδικῶν του παραπόνων.

― Ποῦ σκόλη καὶ γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, εἶπεν· οὔτε καθισιό, οὔτε χουζούρι. Τ᾽ Ἁι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, τὴν Κυριακὴ προχθὲς δουλέψαμε. Ἔρχουνται Χριστούγεννα, καὶ θαρρῶ πὼς θὰ δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.

Ὁ Παῦλος ἔσεισε τὴν κεφαλήν.

― Θέλω κάτι νὰ πῶ, ἀλλὰ δὲν ξέρω γιὰ νὰ τὰ σταμπάρω περὶ γραμμάτου, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπε. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτοὶ οἱ μαστόροι, αὐτοὶ οἱ ἀρχόντοι, αὐτὴ ἡ κοινωνία πολὺ κακὰ ἔχουν διωρισμένα τὰ πράγματα. Ἀντὶ νὰ εἶναι ἡ δουλειὰ μοιρασμένη ἴσα στὶς καθημερινές, πέφτει μονομιᾶς καὶ μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικὰ τὶς γιορτάδες, καὶ ὕστερα χασομεροῦμε βδομάδες καὶ μῆνες τὶς καθημερινές.

― Εἶναι κ᾽ ἡ τεμπελιὰ στὸ μέσο, εἶπε μετὰ πονηρᾶς αὐθαδείας τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου, ὠφεληθὲν ἀπὸ μίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὁ ἀφέντης του εἶχεν ὁμιλίαν εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας καὶ δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀκούσῃ.

― Ἂς εἶναι, τί νὰ σοῦ κάμῃ ἡ προκομμάδα κ᾽ ἡ τεμπελιά; εἶπεν ὁ Δημήτρης. Τὸ σωστὸ εἶναι, πολλὰ κεσάτια κι ὀλίγη μαζωμένη δουλειά. Καλὰ λέει ὁ μαστρο-Παῦλος. Ἄλλο ἂν εἶμαι ἀκαμάτης ἐγώ, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Παῦλος, ἢ ὁ Πέτρος, ἢ ὁ Κώστας, ἢ ὁ Γκίκας. Ἐμένα ἡ φαμίλια* μου δουλεύει, ἐγὼ δουλεύω, ὁ γυιός μου δουλεύει, τὸ κορίτσι πάει στὴν μοδίστρα. Καὶ μ᾽ ὅλα αὐτά, δὲν μποροῦμε ἀκόμα νὰ βγάλουμε τὰ νοίκια τῆς κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε γιὰ τὴ σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε γιὰ τὸν μπακάλη, γιὰ τὸ μανάβη, γιὰ τὸν τσαγκάρη, γιὰ τὸν ἔμπορο. Ἡ κόρη θέλει τὸ λοῦσό της, ὁ νέος θέλει τὸ καφενεῖό του, τὸ ροῦχό του, τὸ γλέντι του. Ὕστερα, κάμε προκοπή.

―Ὑγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, εἶπεν ὁ Παυλέτος, ἀποκρινόμενος εἰς τοὺς ἰδίους στοχασμούς του. Ὑγρασία κάτω στὰ μαγαζειά, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ὕστερα κόπιασε, ἂν ἀγαπᾷς, νὰ ἀργάζῃς τομάρια. Τὸ δικό μας τὸ τομάρι ἄργασε πιά, ἄργασε…

― Καλὰ ἀργασμένο τὸ δικό σου, μαστρο-Παῦλε, αὐθαδίασε πάλιν ὁ ὑπηρέτης, αἰνιττόμενος ἴσως τὰς μεταξὺ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ γυναικαδέλφου του σκηνάς.

Εἶτα εἰσῆλθεν ὁ κάπηλος. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ἀπῆλθε 〈διὰ〉 νὰ ἐπαναλάβῃ τὴν ἐργασίαν του καὶ ἡ ὁμιλία ἔπαυσεν.

*
* *

Ὁ μαστρο-Παῦλος ἀφέθη εἰς τὰς φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, τὴν ἄλλην Χριστούγεννα. Νὰ εἶχε τουλάχιστον λεπτὰ διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἕνα γαλόπουλο, νὰ κάμῃ κι αὐτὸς Χριστούγεννα στὸ σπίτι του, καθὼς ὅλοι. Μετενόει τώρα πικρῶς, διότι δὲν ἐπῆγε τὰς τελευταίας ἡμέρας εἰς τὰ βυρσοδεψεῖα νὰ δουλέψῃ, νὰ βγάλῃ ὀλίγα λεπτά, διὰ νὰ περάσῃ πτωχικὰ τὰς ἑορτάς. «Ὑγρασία μεγάλη, χαμηλὸ τὸ μέρος, ἡ δουλειὰ βαριά. Κόπιασε νὰ ἀργάζῃς τομάρια! Τὸ δικό μας τὸ τομάρι θέλει ἄργασμα.»

Εἶχεν ἀκούσει τὸν λαϊκὸν μῦθον διὰ τὸν τεμπέλην, ὁποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν κρεμάσουν, καὶ ὅστις συγκατένευε νὰ ζήσῃ ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ εἶναι «βρεμένο τὸ παξιμάδι». Ἐγνώριζε καὶ τὴν ἄλλην διήγησιν διὰ τὸ τεμπελχανειό, τὸ ὁποῖον ἵδρυσε, λέγουν, ὁ Μεχμεταλὴς εἰς τὴν πατρίδα του Καβάλαν. Ἐκεῖ, ἐπειδὴ τὸ κακὸν εἶχε παραγίνει, ὁ ἐπιστάτης ἐσοφίσθη νὰ στρώνῃ μίαν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἠνάγκαζε τοὺς ἀέργους νὰ ἐξαπλώνωνται. Εἶτα ἔβαλλε φωτιὰν εἰς τὴν ψάθαν. Ὅποιος ἐπροτίμα νὰ καῇ, παρὰ νὰ σηκωθῇ ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἦτο σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἐδικαιοῦτο νὰ φάγῃ δωρεὰν τὸ πιλάφι. Ὅποιος ἐσηκώνετο κ᾽ ἔφευγε τὸ πῦρ, δὲν ἦτον σωστὸς τεμπέλης κ᾽ ἔχανε τὰ δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιᾶνοι, τόσοι Ἀβέρωφ καὶ Συγγροί, ἐσκέπτετο ὁ μαστρο-Παῦλος, καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν νὰ μὴν ἱδρύσῃ παραπλήσιόν τι εἰς τὰς Ἀθήνας!

Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἐπεριδιάβασεν ἀκόμη δύο ἡμέρας, καὶ τὴν ἄλλην ἦτο Παραμονή. Τὸ γαλόπουλον δὲν ἔπαυσε νὰ τὸ ὀνειροπολῇ καὶ νὰ τὸ ὀρέγεται. Πῶς νὰ τὸ προμηθευθῇ;

Ἀφοῦ ἐνύκτωσε, διωγμένος καθὼς ἦτον ἀπὸ τὸ σπίτι, ἀπετόλμησε καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον καὶ ἦτον ἕτοιμος νὰ χωθῇ εἰς τὸ καπηλεῖον. Ὁ νοῦς του ἦτο ἀναποσπάστως προσηλωμένος εἰς τὸ γαλόπουλο. Θὰ ἐχρησίμευε τοῦτο, ἐὰν τὸ εἶχε, καὶ ὡς μέσον συνδιαλλαγῆς μὲ τὴν γυναῖκά του.

Ἐκεῖ, καθὼς ἐστράφη νὰ ἐμβῇ εἰς τὸ καπηλεῖον, βλέπει ἓν παιδίον τῆς ἀγορᾶς μὲ μίαν κοφίναν ἐπ᾽ ὤμων, ἤτις ἐφαίνετο ἀκριβῶς νὰ περικλείῃ ἕνα γάλον, ἀγριολάχανα, πορτοκάλια, ἴσως καὶ βούτυρον καὶ ἄλλα καλὰ πράγματα. Τὸ παιδίον ἐκοίταζε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἀναζητῇ οἰκίαν τινά. Ἦτο ἕτοιμον νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καπηλεῖον διὰ νὰ ἐρωτήσῃ. Ἔπειτα εἶδε τὸν Παῦλον κ᾽ ἐστράφη πρὸς αὐτόν:

― Ξέρεις, πατριώτη, τουλόγου σου, ποῦ εἶναι δῶ χάμω τὸ σπίτι τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου;

― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπε…

Ἀστραπὴ ὡς ἰδέα ἔλαμψεν εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου.

― Μοῦ ᾽πε τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸν ἐξέχασα… τώρα γλήγορα ἔπιασε σπίτι δῶ χάμω, σ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο… τὸν εἶχα μουστερὴ ἀπὸ πρῶτα… μπροστύτερα καθότανε παραπέρα, στὸ Γεράνι.

― Τοῦ κὺρ Θανάση τοῦ Μπελιοπούλου! ηὐτοσχεδίασεν ὁ μαστρο-Παῦλος· νά, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι του. Νὰ φωνάξῃς τὴν κυρα-Παύλαινα, μέσα, στὴν κάτω κάμαρα, στὸ ἰσόγειο… αὐτὴ εἶναι ἡ νοικοκυρά του… πῶς νὰ πῶ; εἶναι γενιά* του… τὴν ἔχει λῦσε-δέσε, σ᾽ ὅλα τὰ πάντα… οἰκονόμισσα στὸ νοικοκυριό του… εἶναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω νὰ πῶ, ἀνιψιά του… ἐφώναξέ την καὶ δῶσέ της τὰ ψώνια.

Καὶ βαδίσας ὁ ἴδιος πέντε βήματα, κατὰ τὴν θύραν τῆς αὐλῆς, ἔκαμε πὼς φώναξε:

― Κυρα-Παύλαινα, κόπιασ᾽ ἐδῶ νὰ πάρῃς τὰ ψώνια ποὺ σοῦ στέλνει ὁ κύριος… ὁ ἀφέντης σου.

Καλὰ ἦλθαν τὰ πράγματα ἕως τώρα. Ὁ μαστρο-Παυλάκης ἔτριβε τὰς χεῖρας καὶ ᾐσθάνετο εἰς τὴν ρῖνά του τὴν κνῖσαν τοῦ ψητοῦ κούρκου. Καὶ δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὸν κοῦρκον, ἀλλὰ θὰ ἐφιλιώνετο μὲ τὴν γυναῖκά του. Τὴν νύκτα ἐπέρασεν εἰς ἓν ὁλονύκτιον καφενεῖον καὶ τὸ πρωὶ ἐπῆγεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Ὅλην τὴν ἡμέραν προσεκολλήθη εἰς μίαν συντροφιάν, ἔπειτα εἰς μίαν ἄλλην παλαιῶν γνωρίμων του, εἰς τὸ καπηλεῖον, ὁποὺ ἔμεινε τὰς περισσοτέρας ὥρας ἀνοικτὸν μὲ τὰ παράθυρα κλεισμένα, κ᾽ ἐπέρασε μὲ ὀλίγους μεζέδες καὶ μὲ ἀρκετὰ κεράσματα.

Τὸ βράδυ, ἀφοῦ ἐνύκτωσεν, ἐπῆγε μὲ τόλμην, ἀπὸ τὰς πολλὰς σπονδὰς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησιν τοῦ κούρκου, κ᾽ ἔκρουσε τὴν θύραν τῆς οἰκογενείας του. Ἡ θύρα ἦτο κλεισμένη ἔσωθεν.

― Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, ἐφώναξεν ἀπ᾽ ἔξω. Χρόνους πολλούς. Πῶς πῆγε ὁ γάλος; Βλέπεις, ἐγὼ πάλε;

Οὐκ ἦν φωνὴ οὐδὲ ἀκρόασις. Ὅλη ἡ αὐλὴ ἦτο ἥσυχος. Τὰ ἰσόγεια, αἱ τρῶγλαι, τὰ κοτέτσια τῆς κυρα-Στρατίνας, ὅλα ἐκοιμῶντο. Ὁ σκύλος μόνον ἐγνώρισε τὸν μαστρο-Παῦλον, ἔγρυξεν ὀλίγον καὶ πάλιν ἡσύχασε.

Ὑπῆρχον ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ψυχομέτρι τριῶν ἢ τεσσάρων οἰκογενειῶν, ὁποὺ ἐκατοικοῦσαν εἰς τ᾽ ἀνήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα ὄρνιθες, τέσσαρες γάττοι, δύο ἰνδιάνοι καὶ πολλὰ ζεύγη περιστερῶν. Αἱ δύο γίδες ἀνεχάραζαν βαθιὰ εἰς τὸ σκεπασμένον μανδράκι τους, αἱ ὄρνιθες ἔκλωζον ὑποκώφως εἰς τὰ κοτέτσια τους, τὰ περιστέρια εἶχαν μαζωχθῆ εἰς τοὺς περιστερῶνας περίτρομα ἀπὸ τὸ κυνήγι, ὁποὺ ἤρχιζον τὴν νύκτα ἐναντίον των οἱ γάττοι. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μικροὶ θόρυβοι ἦσαν τὸ ρογχάλισμα τῆς αὐλῆς κοιμωμένης.

Πάραυτα ἠκούσθη κρότος βημάτων εἰς τὸ σπίτι.

―Ἔ, μαστρο-Παῦλε, εἶπε πλησιάσασα ἡ κυρα-Στρατίνα, νά ᾽χουμε καὶ καλὸ ρώτημα… Τί γάλος καὶ γαλίζεις καὶ γυαλίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχῃς, ἀσίκη μου; Εἴδαμε κ᾽ ἐπάθαμε νὰ σκεπάσουμε τὸ πρᾶμα, νὰ μὴ προσβαλθῇ τὸ σπίτι… Ἐκεῖνος ποὺ ἦτον δικός του ὁ γάλος, ἦρθε μεσάνυχτα κ᾽ ἐφώναζε, ἔκανε τὸ κακό, καὶ μᾶς φοβέριζε ὅλους, κ᾽ ἡ φαμίλια σου, ἐπειδὴς τὸν εἶχε κόψει τὸ γάλο, μαθές, καὶ τὸν εἶχε βάλει στὸ τσουκάλι, βρέθηκε στὰ στενά.. κλειδώθηκε μὲς στὴν κάμερα, καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμῃ… Εἶπε καὶ ὁ κουνιάδος σου… καλὸ κελεπούρι ἦτον κι αὐτό, μαθές… καὶ ἐπέρασεν ἡ φαμίλια σου ὅλην τὴν ἡμέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, ἀπὸ φόβο μὴ ξαναέλθῃ κεῖνος πού ᾽χε τὸ γάλο καὶ μᾶς φέρῃ καὶ τὴν ἀστυνομία… ἦτον φόβος νὰ μὴν προσβαλθῇ κ᾽ ἐμένα τὸ σπίτι μου. Ἄλλη φορά, τέτοια ἀστεῖα νὰ μὴν τὰ κάνῃς, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολὴ νὰ λείπῃ ἀπὸ τὸ σπίτι μου ἐμένα! Τ᾽ ἄκουσες;

Ὁ μαστρο-Παῦλος ἠρώτησε δειλά:

― Τώρα… εἶναι μέσα ἡ φαμίλια μου;

― Εἶναι μέσα ὅλοι τους, κ᾽ ἔχουνε κλειδωμένα καλά, καὶ τὸ φῶς κατεβασμένο, διὰ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίωνε. Κοίταξε μὴ σὲ νοιώσῃ ἀπὸ πουθενὰ κεῖνος ὁ σκιάς*, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…

― Εἶναι μέσα;

―Ἢ μέσα εἶναι ἢ ὅπου εἶναι ἔφτασε… νά, κάπου ἀκούω τὴ φωνή του.

Ἠκούσθη τῷ ὄντι μία φωνὴ ἐκεῖ πλησίον, ἥτις δὲν ὑπέσχετο καλὰ διὰ τὸν νυκτερινὸν ἐπισκέπτην.

―Ἔ, μαστρο-Παυλῖνε, ἔλεγε, καλὸς ἦτον ὁ γάλος;

Ποῖος ἦτον ὁ ὁμιλήσας, ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτον ὁ μαστρο-Δημήτρης, ὁ γείτων. Δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ ὁ φοβερὸς γυναικάδελφος τοῦ μαστρο-Παύλου.

― Καὶ νὰ μὴν πάρω κ᾽ ἐγὼ ἕνα μεζέ; παρεπονέθη ὣς τόσον ὁ ἄνθρωπός μας.

― Τί σοῦ χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; ἐπανέλαβεν ἡ Στρατίνα. Τὰ πράματα εἶναι πολὺ σκοῦρα, ἄφ᾽σε τ᾽ αὐτά! Δουλειά, δουλειά! Ἡ δουλειὰ βγάζει παλληκάρια. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε, νὰ πᾷς νὰ δουλέψῃς, νὰ μοῦ φέρῃς 〈κ᾽〉 ἐμένα τὰ νοίκια μου. Τ᾽ ἀκοῦς;

― Τ᾽ ἀκούω.

― Φέρε μου ἐσὺ τὸν παρά, κ᾽ ἐγώ, μὲ ὅλη τὴ φτώχεια, τὴν θυσιάζω μιὰ γαλοπούλα καὶ τρῶμε.

Ἠκούσθη ἀπὸ μέσα βραχνὸς μορμυρισμός, εἶτα φωνὴ μικροῦ παιδίου εἶπε:

― ᾽Τὴν ὑγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Νά πάλε καὶ σὺ πέντε, κ᾽ ἄλλα πέντε, δέκα.

Προφανῶς ἦτον μέσα ὁ φοβερὸς ὁ γυναικάδελφος, καὶ εἶχε δασκαλέψει τὸ παιδὶ νὰ τὰ φωνάξῃ αὐτά.

― Μὴ στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, εἶπεν ἡ Στρατίνα· τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!

Ἠκούσθη κρότος, ὡς νὰ ἐσηκώθη τις ἀπὸ μέσα, καὶ νὰ ἐπλησίαζε μὲ βαρὺ βῆμα πρὸς τὴν θύραν…

― Δρόμο, ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ Παῦλος, συμμορφούμενος ἐμπράκτως μὲ τὴν λέξιν… δρόμο καὶ δουλειά!
 
Πηγή: Α. Παπαπδιαμάντη, Άπαντα, Γ' Τόμος, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα, 1984, σ. 157- 164.

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ 06


 Ορφικό


Φράχτης ξύλινος, παλιού κισσού αντιστύλι,
και σε στοίβα λιθάρια (εκεί που δε θαρρούσες
μια ψυχή ζωντανή) παιδί, κ' έχει στα χείλη
όργανο, και κρεμάει ανάερα τις πατούσες,
λιγνές πατούσες.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ 04


 Κάθε λέξη που γεννάω

Κάθε λέξη που γεννάω — μπαμ μπαμ
Καταβροχθίζεται διαμιάς —
Από μια καταπαχτή —
Στο πάτωμα ενός σπιτιού —
Που το χτίσανε χωρίς καμμιά —
Χειρωνακτική δουλειά —
Δυο νοματέοι με γυαλιά —
Ένας ψηλός κι ένας κοντός —


Με μπλουζάκι και με γραβατίτσα —
Παίζοντας δυο μπαγλαμάδες —
Και νά 'σου κι έρχονται από ψηλά —

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ 03

 Νυχτερινό


Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει·
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σα μια ψυχούλα φοβισμένη...

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ 05


 ΤΟ ΜΠΟΥΡΙΝΙ

Όταν ο ήλιος βασίλεψε κάτω, στην άκρη του ατέλειωτου κάμπου, οι θεριστάδες, μ' ένα λαχάνιασμα ίσιωσαν το κορμί τους, ύστερ' απ' το σκύψιμο μιας ολόκληρης ημέρας. Το βραδινό αεράκι θρόισε απαλά μέσα στα στάχυα. Πάνω στα λιγοστά δέντρα —τα ξεραμένα από την κάψα και το λίβα— κούρνιασαν οι στερνές κάργιες, μέσα σ' όργιο από φωνές.

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ 02


 Κύριε, άνθρωποι απλοί

 Kύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας
είταν το ύφασμα που δεν τ' αγόρασε κανείς).


Tην τιμή δεν κανονίζαμε απ' την ούγια
η πήχη και τα ρούπια είταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμίς ποτέ:
η αμαρτία μας.

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2023

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ 02

 


«Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει. 

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΗΡΑΣ 02

 


«...Μέρες απαίσιες περνούμε. Άνθρωποι πέφτουν στο δρόμο, άνθρωποι πεθαίνουν σε σπίτια και μένουν μέρες εκεί. Σα να ’πεσε χολέρα, πανούκλα και όλες οι αρρώστιες, που δέρνουν την ανθρωπότητα, να ’πεσαν στο μέρος αυτό. Σωρηδόν κατεβαίνει ο λαός των Αθηνών και του Πειραιώς στον Άδη. Γέμισαν τα νεκροταφεία, δεν μπορούν να τους θάψουν οι νεκροθάφτες. Και σκάβουν λάκκους μεγάλους και τους ρίχνουν μέσα...

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ 04

 

Οι πιτσιρίκοι

Γενάρης του ’42. Σκελετωμένοι οι άνθρωποι γυρίζουνε στους δρόμους. Νομίζεις πως το κρύο, η πείνα και ο φόβος αγωνίζονται ποιο απ’ τα τρία αυτά κακά θα καταφέρει να γονατίσει μια ώρ’ αρχύτερα τον αναιδέστατον αυτό λαό, που σε πείσμα κάθε λογικής εξακολουθεί να ζει και να υπάρχει. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά και ν’ αστειεύεται. 

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ 04

 



 Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές 

Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ' τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.

 

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ 08

 Η ΠΡΟΙΚΑ


Τίποτις πουλιό ενάρετο από τες θυσίες ενός γονή, για να πανδρέψει τη θυγατέρα του· μα κάθε αρετή έχει και τα όριά της, περασμένα τα οποία η αρετή εκείνη χάνει το χαρακτήρα της, και βαθμηδόν προχωρώντας γένεται έγκλημα. Ο Κεφαλονίτης εις τες θυσίες οπού κάνει για να παντρέψει τη θυγατέρα του προσθέτει και τη θυσία της θυγατέρας του·επειδή θυσιάζει τη θυγατέρα του την ίδια εις την απόφαση τού να την υπανδρέψει!

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2023

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ 08

 


 Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.


Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ 02

 Φαντασία


Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί
προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη,
και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί
κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει. 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ 03

 

Madona mia


Ανάλαφρη, απαλή σαν πεταλούδα,
σαν της δροσιάς το στάλαγμα στα κρίνα,
σα μια πνοή που αγγίζει σε βελούδα,
σαν της αυγής την πρώτη χρυσακτίνα,

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2023

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ 06

Γαλήνη (απόσπασμα)
Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.

—Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι; 

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ 03

 

 Ο καιόμενος


Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ 06


 Το Μπαλουκλί (τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής)

Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
        την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο 'γούμενος το ψάρι
        στα χείλη του να βάλη.

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ 04

 


― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ 11

Το σπάνιο δώρο


 Kαινούργιες θεωρίες.
Tα μωρά δεν πρέπει να τ' αφήνετε να κλαίνε.
Aμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Aλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Κυριακή 13 Αυγούστου 2023

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙΣΑΡ 03

 


 Το γαλάζιο κιόσκι

Κοντά στη θάλασσα αγαπώ ένα γαλάζιο κιόσκι.

Γύρω απ' αυτό το ειρηνικό παραθαλάσσιο κιόσκι
τα μεσημέρια στάζουνε κόμπους ζεστό χρυσάφι
δίχτυα απλωμένα αντίστροφα σ' ωριμασμένους ήλιους.

Κυριακή 6 Αυγούστου 2023

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ- ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ 02

 


O πατέρας είναι υπάλληλος σε μια Τράπεζα. Φεύγει το πρωί και γυρίζει αργά το μεσημέρι. Οι μηχανές και τα βιβλία τον απασχολούν όλες τις ώρες της σκόλης του. Φαίνεται ότι και στο παλιό μας σπίτι, τον καιρό που ζούσανε με τη μητέρα το ίδιο τον απασχολούσαν. Ήταν ίσως η κύρια αιτία που χωρίσανε. Αυτό, και το ότι της έκανε απιστίες. Όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος αγνός σαν τον πατέρα μπορούσε να κάνει απιστία. Τώρα το καταλαβαίνω.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 08




Για ν' αλλαξοστρατίσω το νου μου, την άλλη μέρα, Κυριακή, την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες κι οι χριστιανοί πήγαιναν στον Αϊ-Μηνά να λειτουργηθούν, κίνησα για άλλο εγώ προσκύνημα, να χαιρετήσω την Άγια Κρήτη, που τα χρόνια εκείνα είχε ξεθαφτεί από τα παμπάλαια χώματα της Κνωσού. [...]
Δεξόζερβά μου αμπέλια κι ελιές, ακόμα δεν είχαν τρυγήσει, και τα σταφύλια κρέμουνταν βαριά κι ακουμπούσαν στη γης. Μύριζε ο αγέρας συκόφυλλο. Μια γριούλα πέρασε, στάθηκε, ανασήκωσε από το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2023

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ 03


Ξυπνάμε και η θάλασσα μαζί μας

Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας
Με όραση καινούρια προχωρούμε
Η μέρα έχει μαιάνδρους
Όπως η θάλασσα κύματα

Κυριακή 9 Ιουλίου 2023

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ 02

 


Μπάτης ὁ Γρουσούζης.

−«Ἀντώνη, Τρελαντώνη, ἔλα μέσα, μὴν πάγω στὴν Κυρία!» φώναξε ἡ Άφροδίτη ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα.

Κυριακή 2 Ιουλίου 2023

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΗΣ 02

 


Λόγια και μάτια


Δὲν μὲ πλανοῦν τὰ λόγια σου
Καὶ πλιὸ πικρὰ ἀκόμα
Ἂν λέῃ τὸ ὡραῖο σου στόμα
Γιὰ ἐμένα ἐδῶ κ' ἐκεῖ.

Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΟΚΚΟΣ 01

 


Ο Δημήτριος Κόκκος γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Πελοποννήσου και καταγόταν από τη Νάξο. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Τεργέστη ως υπάλληλος του εκεί ελληνικού προξενείου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε στην Εταιρία του Λαυρίου και κατόπιν διορίστηκε γραμματέας στο υπουργείο Οικονομικών. 

Κυριακή 11 Ιουνίου 2023

ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ 01


 Ο Αριστομένης Προβελέγγιος γεννήθηκε στη Σίφνο και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, καθώς και στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και της Ιένας, όπου αναγορεύτηκε και διδάκτωρ Φιλολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Διετέλεσε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1891-1892) και βουλευτής Μήλου από το 1899 ως το 1905. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε αποσυρμένος στη γενέτειρά του. Το 1926 εκλέχτηκε πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. 

 

Κυριακή 4 Ιουνίου 2023

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ 01


 Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε τον Γενάρη του 1947 στα Χανιά. Πεζογράφος. Σπούδασε αρχαιολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Άρχισε να γράφει από το 1969. Το πρώτο της βιβλίο με τα διηγήματα Η πηγάδα το εξέδωσε το 1974. Κείμενά της, διηγήματα και επιφυλλίδες έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ημερήσιες εφημερίδες. Το βιβλίο που την καθιέρωσε ως αξιόλογη συγγραφέα ήταν το μυθιστόρημα Η αρχαία σκουριά, για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Νίκου Καζαντζάκη.

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ 05

 

 

 Η ΚΡΙΤΙΚΉ


Ἡ Κριτική μοῦ φαίνεται θὰ μὲ μαλώσῃ πάλι
καὶ θὰ φορέσῃ τὰ γιαλιὰ μὲ σουφρωμένα φρύδια
καὶ τέτοια λόγια θὰ μοῦ 'πῇ:
−Δὲν ἔχει τάχα ἡ λύρα σου ἄλλαις φωναὶς νὰ βγάλῃ,
ἀλλὰ μᾶς ψέλνει πάντοτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια
γιὰ τὴν ἀγάπη σου; 'ντροπή!

Κυριακή 21 Μαΐου 2023

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 03

Δέν είναι ο Οιδίποδας
 

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε

 

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ 04

 Η ιστορία του λαβύρινθου


Α
π' όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο
ο λαβύρινθος εγκαταλείφθηκε, απολύθηκαν οι φύλακες
με τον καιρό γκρεμίστηκε η οροφή του
βγήκαν στο φως οι τρομεροί διάδρομοι
οι αίθουσες για τα βασανιστήρια, την ανθρωποφαγία
οι στοές με τις κρυμμένες εφευρέσεις
τους καταχωνιασμένους θησαυρούς
πέσανε οι τοίχοι, μείναν μόνο τα χνάρια
από περίπλοκα χαράγματα πάνω στη γη. 

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 09

 XVI


Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

 

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδι
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

 

Πηγή: Γ. Ρίτσος, "Εαρινή Συμφωνία", XVI, Ποιήματα 1930- 1960, Αθήνα, Κέδρος 1972, σ. 237- 238.

Κυριακή 30 Απριλίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ 02

 Ρομαντικός επίλογος


Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ 04

 


Είναι ένα βράδυ καλοκαιριάτικο απόψε που κατεβαίνεις την οδό Μισάλας. Ο αγέρας έκοψε μονομιάς κι η υγρασία, σαν αόρατη κουνουπιέρα, τυλίγει τους ανθρώπους, χτυπά κατάστηθα τις γυναίκες, κάθεται πάνω τους και τους μουσκεύει τα ρούχα· γυαλίζει τα πρόσωπά τους, τις αρπάχνει απ’ το λαιμό. Ο αγέρας έπεσε τωόντι και σκέφτεσαι, μέσα στον ιδρώτα, μέσα στις ξινές μυρωδιές, τι θάλασσα θα κάνει αύριο — για το ψάρεμα.

Κυριακή 16 Απριλίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 08

 Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη


Ὅπως τὸ διηγοῦνται, ὅσοι τὸ ἔφθασαν, ἐν ἠλικίᾳ ὄντες εἰς Ἀθήνας τῷ 1870, ὁ νεκρὸς τοῦ ἑνὸς τῶν ληστῶν τοῦ Δηλεσίου, κομισθέντων εἰς Ἀθήνας κατὰ Μάιον, εἶχε τὸ πρόσωπον παραδόξως φαιδρὸν καὶ γελαστόν. Τὴν ὥραν ποὺ τοὺς ἐτουφεκοβολοῦσαν τ᾿ ἀποσπάσματα, ἐλλοχεῦον ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων καὶ βράχων τὸ παλληκάρι ἐκεῖνο τῆς Ρούμελης, ἴσως διότι τὸ ταμπούρι του τοῦ ἐφαίνετο πολὺ ἀσφαλές, τίς οἶδε τί εἶχε σκεφθῆ, ἢ τί σοβαρὸν εἶδεν, ἢ τί ἀστεῖον ἤκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ ἐγέλασεν, ὅπως οἱ ἄνθρωποι γελοῦν. Συγχρόνως, ἐν ἀκαρεῖ, τοῦ ἦλθε τὸ βόλι. Τὸν ηὗρε καίριον εἰς τὸν λαιμόν, καὶ τὸν ἀφῆκεν εἰς τὸν τόπον.

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΟΚΟΣ 02



Χαρτοβασίλειο

 Εἶχα ἀπελπισθῇ ἀπὸ τὸν ἄθλιον βουλευτὴν τῆς ἐπαρχίας μας, ποὺ δὲν τὰ κατάφερε νὰ μὲ διορίσῃ οὔτε κἂν τελωνοσταθμάρχην ἢ ἀλατοποθηκάριον, καὶ ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ ἱδρύσω σοσιαλιστικὸν κέντρον ἢ φύλλον ἀντικυβερνητικόν, διὰ νὰ κτυπήσω κατακέφαλα τὸ κράτος καὶ τὸ κεφάλαιον − ὅταν ἔξαφνα ἡ καλὴ Τύχη, ὑπὸ μορφὴν γραμματοκομιστοῦ, ἦλθε νὰ μοῦ χαμογελάσῃ μ' ἕνα γράμμα 'ςτὸ χέρι. Ἦταν ἀπὸ τὸ Κάϊρο. Τὸ ἀνοίγω καὶ διαβάζω: 

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Γ. ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ 02

 



ΚΑΝΑΡΗΣ


Ἡ νύχτα ζώνει τοὺς συντρόφους στὴν ἀκρογιαλιά. Ποιὸς ξέρει τί ὥρα εἶναι; Τίποτα δὲ φαίνεται στὸν οὐρανὸ καὶ στὸ πέλαγο. Καὶ τὸ καράβι τ' ἀραγμένο, ποὺ περιμένει τὸ ξεκίνημα, δὲ χαράζει πουθενὰ κι αὐτὸ μὲς στὰ βαθιὰ σκοτάδια· ἴσως καὶ δὲν ὑπάρχει ὁλότελα… Τὰ μάτια τῶν συντρόφων τοῦ κάκου τ' ἀναζητοῦν. −Νύχτα ἀπὸ τὴν κόλαση βγαλμένη! 

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 04

 



ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΙΓΑΛΟΣ
ΙΒ΄

Ἦσαν πρὸ μικροῦ συνηγμένοι οἱ φοιτηταὶ ἐν τῇ αἰθούσῃ τῆς Νομικῆς σχολῆς, ὅτε εἰσῆλθεν ὁ κλητὴρ καὶ ἀνήγγειλεν ὅτι δὲν ἤθελε διδάξει ὁ καθηγητὴς ἀσθενῶν.

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ 05

 Fata Morgana


Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ 07

Θαλερό


Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ' αμπέλια απάνωθεν
      εκοίταγε η σελήνη·
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
      μες σε διπλή γαλήνη.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ 04

 

Ο παπαγάλος


Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
«Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά.
Τί κάθομαι δω πέρα;» 

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 11

 



Ὁ καημὸς τοῦ θανάτου τόσο μὲ πυρπόλησε, ποὺ ἡ λαμ-
ψη μου ἐπέστρεψε στὸν ἥλιο.
Κεῖνος μὲ πέμπει τώρα μέσα στὴν τέλεια σύνταξη τῆς
Πέτρας καὶ τοῦ αἰθέρος
Λοιπόν, αὐτὸς ποὺ γύρευα, εἶμαι.
Ὢ λινὸ καλοκαίρι, συνετὸ φθινόπωρο
Χειμώνα ἐλάχιστε
Ἡ ζωὴ καταβάλλει τὸν ὀβολὸ τοῦ φύλλου τῆς ἐλιᾶς
Καὶ στὴ νύχτα μέσα τῶν ἀφρόνων μ’ ἕνα μικρὸ τριζόνι
κατακυρώνει πάλι τὸ νόμιμο τοῦ ἀνέλπιστου.
 
 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ 03

 


Ἀπὸ τὰ Σοῦσα ὡς τὰ Ἐκβάτανα εἶναι πολλὲς παρασάγγες. Ὅμως τὸ πνεῦμα ὅπως τὸ φῶς, σ’ ἕνα βλεφάρισμα τοῦ ματιοῦ πηγαινοέρχεται.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ 10


 

Όσο μπορείς


Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσον μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηγαίνοντας την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντας την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική. (1913)

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ 04

 


Κυριακή

 O ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Kυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.

Tα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.

Tώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.

Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου. 

Πηγή: Κ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Ερμής, 1972.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ 07

 



Τεμπελιά


Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά,
πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ
καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα...
Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ
καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ
κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα.

Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ
καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ
καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω...
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ
ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ
μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.