Ὁ καημὸς τοῦ θανάτου τόσο μὲ πυρπόλησε, ποὺ ἡ λαμ-
ψη μου ἐπέστρεψε στὸν ἥλιο.
Κεῖνος μὲ πέμπει τώρα μέσα στὴν τέλεια σύνταξη τῆς
Πέτρας καὶ τοῦ αἰθέρος
Λοιπόν, αὐτὸς ποὺ γύρευα, εἶμαι.
Ὢ λινὸ καλοκαίρι, συνετὸ φθινόπωρο
Χειμώνα ἐλάχιστε
Ἡ ζωὴ καταβάλλει τὸν ὀβολὸ τοῦ φύλλου τῆς ἐλιᾶς
Καὶ στὴ νύχτα μέσα τῶν ἀφρόνων μ’ ἕνα μικρὸ τριζόνι
κατακυρώνει πάλι τὸ νόμιμο τοῦ ἀνέλπιστου.