Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ 03

Για χάρη του ξένου η Αριάγνη μαγείρεψε μοσχαράκι λεμονάτο με πράσινες ελιές, τσακιστές. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στο βάθος του αντρέ, κάτω από τα τρία παράθυρα. Ένας κίτρινος κλαδωτός μουσαμάς χρησίμευε για τραπεζομάντηλο. Τα ρουθούνια του Διονύση, μόλις μύρισε την πικρή μυρουδιά της σάλτσας, παίξανε μ' ευχαρίστηση. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το κρέας δευτεριάτικα ήτανε για χάρη του ξένου και κατσούφιασε. Τα κορίτσια το μεσημέρι το περνούσαν στo πόδι με τίποτε σάντουιτς που αγόραζαν απ' τους μπουφέδες κοντά στο γραφείο τους, για να μην κάνουν τόσο δρόμο πηγαινέλα και κουράζονται. Ο Νίκος, στριμωγμένος δίπλα στην Αριάγνη, έτρωγε βιαστικά για να προφτάσει τον απογευματινό κώδωνα. Ο ξένος είπε δυο λόγια για τον καιρό, μα ο Διονύσης του αποκρίθηκε μ' ένα μουγκριτό σκύβοντας κι άλλο μέσα στο πιάτο του. Έξω ο καιρός σκοτείνιαζε, το γύριζε σε μπόρα. Η Αριάγνη σηκώθηκε να ετοιμάσει το παλτό του Νίκου. Ήτανε καμωμένο από προβιά, γεμάτο μελανιές απ' τον καιρό που το φορούσε ο Μιχάλης, όταν πρωτοπήγε στο Δημοτικό. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Σταμάτης. Στη μπλε ανοιχτή στολή του φαίνονταν κίτρινοι λεκέδες από τη σκόνη και τις ψιχάλες που είχαν καθίσει πάνω της.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ 01

Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941). Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. 
 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 06

 

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
 
Πηγή:  Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, (ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΛΛΗΣ 01

Ο Αλέξανδρος Πάλλης γεννήθηκε στον Πειραιά, καταγόταν όμως από τα Ιωάννινα της Ηπείρου. Ο πατέρας του Αλέξανδρος ήταν ειρηνοδίκης στον Πειραιά και η μητέρα του Παναγιωτίτσα το γένος Κοσκούρη προερχόταν από γενιά αγωνιστών του Μυστρά. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον πατέρα του, καθώς πέθανε πριν τη γέννηση του γιου του. Μετά το θάνατο του συζύγου της η Παναγιωτίτσα μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τον Αναστάση, τον Αγαμέμνονα, τον Αλέξανδρο και την Ασπασία) μετακόμισε στην Πλάκα. Ο Πάλλης τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1869 παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους και έφυγε για το Μάντσεστερ της Αγγλίας. Αρχικά εργάστηκε στο κατάστημα της θείας του, χήρας του Χρίστου Παρμενίδη, μετά το γάμο του όμως με την κόρη του Παντιά Ράλλη μπήκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και κατόπιν έφυγε για τη Βομβάη των Ινδιών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους Αργύρη Εφταλιώτη και Δ.Π.Πετροκόκκινο. Με τη σύζυγό του απέκτησαν πέντε παιδιά. Από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ ως το τέλος της ζωής του το 1935. 
 

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ 04

Ερωτικό

Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·

Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.