Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ 02

 

Βαβυλωνία


ΣΚΗΝΗ Γ ΄.
Χῖος, Κρὴς, Ἀλβανὸς, Λογιώτατος, Κύπριος, (εἰσέρχονται ὅλοι ὁμοῦ).

Χῖος. Καλὲ σεῖς, μάθετεν τὰ μαντάτα; ἤκαψαν τὴν ἁρμάδα τοῦ Μπραήμη στὸ Νιόκαστρο…

Ἀνατ. Ποιὸς ἔκαψε; ἀλήτεια;

Χῖος. Κι' ἔ γλέπετεν τὰ τζαγκιά μου π' οὖν' ὅλο λάσπες π' οὔτρεχα νὰ μάθω; ἔ σᾶς χορατεύγω, νὰ χαρῶ τὴν τζάτζα μου.

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ 04

 



Γεωργίου Σουρή
ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΛΕΕΙΝΟΣ


Απάνω σε παληόσκαμνα μια κάσσα στηριγμένη
είχ’ ένα γέροντα νεκρό με ρούχα λερωμένα,
απ’ τη μεγάλη γενεά αυτή τη δοξασμένη,
που τόσο αγωνίστηκε εις το Εικοσιένα.
Κανείς δεν τον εγνώριζε, κανείς δεν τον τιμούσε,
και όμως μια φορά κι’ αυτός με δόξα πολεμούσε. 

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ 05

 

 Ο κισσός

O μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κ' είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.

Mυριόριζος μυριόκλωνος ― ο πόνος που πονώ,
στείρα ζωή βυζαίνει από τον τοίχο
και δεν του παίρνει πνέοντας γλυκά απ' τον ουρανό
έναν η αύρα ή στεναγμόν ή χαράς ήχο.

Toυς δρόμους του απόσωσε το Φως τους μακρυνούς,
ώρα και θάβγουνε τα νυχτοπούλια
και ρόδα η δύση απλόχερα σκορπά στους ουρανούς
και στων βουνών τις κορυφές σκορπάει ζεμπούλια.

Kαι φτάνουν στα φυλλώματα του πένθιμου κισσού
κοπαδιαστοί οι σπουργίτες να κουρνιάσουν
κι από τη μέθη της ζωής και του ήλιου του χρυσού
μες σ' ατρικύμιστη αγκαλιά να ξαποστάσουν.

Kαι τα ξελαρυγγιάσματα σκορπίζουν τα στερνά,
τρελλά, ώς που ο ύπνος φτάνει και τα πνίγει,
ενώ ώς τις ρίζες του κισσού τις τρίσβαθες περνά
μια ανατριχίλα απ' της ζωής τη μέθη ολίγη.

Φουντώνει η νύχτα· κ' έρχουνται τριγύρω μου μια μια
κι όλες μαζί απ' αλάργου αρμενισμένες
σκιών σκιές οι ανάμνησες, στην άχαρή μου ερμιά
να φέρουν ψεύτικια παρηγοριά οι θλιμμένες.

Mάταια! ζη ποτέ η ζωή μ' ανάμνησες που ζη,
που θα ξυπνήση και μ' αυτές θα γύρη,
ενώ ολοτρόγυρα βροντά η μέθη όλη μαζί
απ' της ζωής, που ζη, το πανηγύρι;

O μαύρος κι άχαρος κισσός, τον πόνο του τρυγώ
και λέω και μες στα στήθια μου ριζώνει
και λέω κ' είμαι το χάλασμα το ραγισμένο εγώ
που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει.

Πηγή: Ι. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και τερρακόττες.