Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ 01

 

Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, γιος του Δημήτρη Σαραντάρη και της Μαλθίντας το γένος Σωτηρίου, καταγόμενων από το Λεωνίδι της Κυνουρίας. Από το 1912 ως το 1931 έζησε στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες.

 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 07


 


Θὰ ξαναπῆς τὴν ἴδια λέξη
γυμνὴ
αὐτὴν
ποὺ γι’ αὐτὴν ἔζησες
καὶ πέθανες
ποὺ γι’ αὐτὴν ἀναστήθηκες
(πόσες φορὲς;)
τὴν ἴδια. 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ 08


 


Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι.
Τὸ χέρι τὄβαλε καταραμένη Μοῖρα;
Τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτῆρα
Ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἅδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ’ ἀπὸ χαλαστὴ γιὰ τάχ’ ἀπὸ σωτῆρα;
Νὰ μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου.
Ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου; 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ 05


 


Νοσταλγικὰ τὰ πράσινα θυμᾶμαι περιβόλια
καὶ τὸ λευκὸ σπιτάκι μας στὶς ἀχλαδιὲς κρυμμένο,
στὰ παραθύρια του ἄνθιζαν βασιλικὸς καὶ ρόδα
καὶ τὸ μπαλκόνι του ἤτανε μ’ ἁγιόκλημα ζωσμένο…
Ὤ! πῶς ἐκεῖνα τὰ γλυκὰ περάσαν καλοκαίρια…
Λαὸς πουλιὰ τραγούδαγαν, τζιτζίκια ὀχλαλοοῦσαν,
τὰ ξύλινα ἀναστέναζαν πηγάδια καὶ τὰ δέντρα
ἡδονικὰ στὸ πέρασμα τῆς αὔρας ἐριγοῦσαν…
Πῶς νοσταλγῶ τὸ εἰδύλλιο τὸ θεοκριτικὸ
μὲ τῆς περιβολάρισσας τὴν κόρη, ἀπὰ στὸ χῶμα
καὶ τὰ πυκνὰ φυλλώματα τοῦ περβολιοῦ γιὰ δῶμα,
τὰ μεσημέρια, ποὺ ἔπεφτε τὸ κάμα κι ἐσιωποῦσε
κάθε ζωὴ καὶ μοναχὰ –κελαριστό, γαλήνιο–
μέσα στ’ αὐλάκια τὸ νερὸ τοῦ πηγαδιοῦ κυλοῦσε…
 
Πηγή: Κ. Ουράνης, Νοσταλγίες, 1920.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ 03

 


Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ

Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε. 

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ 01

 


Γεννήθηκε το 1870 στο Mεσολόγγι. Tο 1885 έρχεται στην Aθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Eξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:
Συντρίμματα, 1898
Ώρες, 1905
Πεπρωμένα, 1909
Aσφόδελοι, 1920
Aντίφωνα, 1931
Το 1920 εξέδωσε την μετάφραση των Στροφών του Zαν Mορεάς. Mετά τον θάνατό του, δημοσιεύθηκαν τα Mεσολογγίτικα, 1946, μια ενότητα ποιημάτων, την οποία αγαπούσε. Tο 1964, ο Γιώργος Bαλέτας εξέδωσε, σε δική του επιμέλεια, σε δύο τόμους το έργο του Mαλακάση (Άπαντα, 1964). O καθηγητής Γιάννης Παπακώστας, εξέδωσε το σύνολο έργο του Mαλακάση σε τρεις τόμους. (2005, 2006). O Mιλτιάδης Mαλακάσης, πέθανε, κατά τη διάρκεια της κατοχής, το 1943. 

 

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ 01

 


Ο Ηλίας Λάγιος γεννήθηκε στην Άρτα το 1958. Σπούδασε στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάσθηκε σε τυπογραφείο, στη γκαλερί «Νέες Μορφές», στο βιβλιοπωλείο «Παρουσία», στο περιοδικό «Αντί». Από το 1980 έως το 1983 εξέδωσε το περιοδικό «Ωλήν». Είχε εκδώσει τις συλλογές: Πρόοδοι εν προόδω 1981, Ασκήσεις Ι-ΙΧ 1984 (ως Αλέξης Φωκάς) και Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν 1990, Τριώδιο (συλλογικό) 1991, Η ιστορία της λαίδης Οθέλλος 1992, Το βιβλίο της Μαριάννας 1993, Η έρημη γη 1996, Μουζικούλες 1997, Το εικοσιτετράωρο της Δηούς 1998, Θεατρολογία 1998, Της γυναικογυναίκας 1998, Πράξη υποταγής 2000, Φεβρουάριος 2001, Η αρπαγή της κούτας 2003, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία 2004.
Έχει επιμεληθεί τις εκδόσεις: Κωστής Παλαμάς, Κ’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω 2001, Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωή 2004, Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και τερρακόττες 2002, Στέλιος Ανεμοδουράς, Ο μικρός ήρως 2001, Robert E. Howard, Κόναν ο βάρβαρος 2001, Johnston McCulley, Το σημάδι του Ζορρό 2003, Edgar Rice Burroughs, Ο Ταρζάν στο κέντρο της γης 2003. Έχει μεταφράσει (μαζί με τον Νάσο Βαγενά) το: Richard Burns, Μαύρο φως 2005. Πέθανε στις 5 Οκτωβρίου 2005.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ 06

 


 Η ΠΟΛΙΣ

Εἶπες· «Θὰ πάγω σ’ ἄλλη γῆ, θὰ πάγω σ’ ἄλλη θάλασσα.
Μιὰ πόλις ἄλλη θὰ βρεθεῖ καλλίτερη ἀπὸ αὐτή.
Κάθε προσπάθειά μου μιὰ καταδίκη εἶναι γραφτή·
κ’ εἶν’ ἡ καρδιά μου – σὰν νεκρὸς – θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὡς πότε μὲς στὸν μαρασμὸν αὐτὸν θὰ μένει.
Ὅπου τὸ μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἂν δῶ
ἐρείπια μαῦρα της ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
ποὺ τόσα χρόνια πέρασα καὶ ρήμαξα καὶ χάλασα». 

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ 03

 Οι τελευταίοι των Μοϊκανών

Στους φίλους


Άνοιξαν οι πύλες
απροσδόκητα,
όμως χωρίς βιάση καμιά,
βουβές∙
–μόνον οι πιο ευαίσθητοι άκουσαν κάτι,
σαν πτώση εντόμου, στο δάπεδο, νεκρού∙
και διάβηκεν η συντροφιά μας.

Βήματα σταθερά, καθαρά περιγράμματα,
μέταλλα στα μάτια
εμείς, σταθήκαμε στην αγορά – οι έμποροι είχαν φύγει∙
κάτι περαστικοί συνάχτηκαν σ' ένα γύρο σκοτεινό.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ 04

 




ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ

Χαμένη η μνήμη της ζωής
Σαν αφήγηση κινήσεων προς τα σημεία
Ενός σχεδίου αφηρημένων εννοιών.
Κάποιο σημείο θα είναι λάθος.
Ή το σημείο των επιθυμιών.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

ΔΙΑΛΕΧΤΗ ΖΕΥΓΩΛΗ ΓΛΕΖΟΥ 02

 

 Μας έφτασε ο βαρύς Χειμώνας

 

Μας έφτασε ο βαρύς χειμώνας
χωρίς τραγούδια και πουλιά,
στα σύννεφα τρυπώνει ο ήλιος
και το φεγγάρι στην ομίχλη,
τα φύλλα τα χλωμά ένα ένα
ρίχνει στη γη η κληματαριά.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ 03

 


Τραγούδι τῆς ζωῆς


Σὲ βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθὼς ποὺ σ᾿ εἶδα μία φορὰ σ᾿ ἕνα ἀκρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερὴ καὶ χαϊδεμένη,
μὲ μιὰ πλεξούδα καστανή, μ᾿ ἀφράτα κάλλη.

Ρωτῶ τὰ μαῦρα μάτια σου καὶ λέω πὼς ξέρεις
νὰ κλεῖς τῆς νιότης τὸν καημὸ στὰ σωθικά σου.
Ρωτῶ τὰ χείλη σου καὶ λὲς πὼς θὲ νὰ φέρεις
χρόνια καλότυχα στὸ νιὸ τῆς ἀρεσκειᾶς σου. 
 

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ 08

 


ΟΙ ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΕΣ ΚΑΛΗΜΕΡΕΣ

Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ἦρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.

Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ 04

 


Στη δύση της γενεάς


Πες μας τους πόνους πούπες και ξανάπες·
- Με μοίρανε στα σπάργανά μου η Μοίρα
να τραγουδάω τις στείρες τις αγάπες
και τάκαρπα φιλιά να κλαίω τα στείρα.


Πέρ’ από μένα δε θα καναζήση
Η αρχαία μας γενεά – πάπποι προσπάπποι,
και πάντα μες το ρόδινο μεθύσι
θα πνίγω μόνος τη στερνή μου αγάπη.


Κ’ έσωσα πρώτος όπου σώνει ο δρόμος
που η Θάλασσα η Νεκρή τον κόβει, η μαύρη·
της τρίτης γενεάς μου ο κληρονόμος!
το ξένο κρίμα μου άφταιγος δε θάβρη.


Δε θαναζώ, συνόριστος δεσπότης,
σε μια βαθιά γωνιά του αίματός του
να τρυγάω τον πρώμο ανθό της νιότης
σαν το κρυφό σκουλήκι πόθου αρρώστου.


Σώνω στερνός εκεί που σώνει η στράτα
που εμπρός το δάσος το άβατο την κόβει·
μέσα θρηνούν τανώφελα τα νιάτα
και των τελείων θανάτων κλαιν οι φόβοι.

 

Πηγή: Ι. Γρυπάρης, Σκαραβαίοι και Τερρακόττες, Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2001.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ 04

ΟΤΑΝ παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν' αναδύονται απ' το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ' τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο — ω, πόσο διαφορετικό! Γι' αυτό είπαν τα κύματα:

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ 03

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ


Συνάδελφο με κράζεις ποιητή,
εσύ, πηγή ύδατος αλλομένου,
νάμα ψαλμού ζωής, πατρίδας αίνου,
που αιώνια Ελλάδα βουίζει θαυμαστή.

Κι άμποτες απ’ αυτό να ποτιστή
το χώμα αυτού του τόπου του καμένου !
Και νάναι κι η βουλή του πεπρωμένου
ξανά με δάφνες νέες να στολιστεί !

Μα εγώ είμαι έρημου βράχου μια βρυσούλα
που έρημη ρέει σ' έρημο γιαλό
και ρέει σαν να κλαίει την ερημιά της...

Και μόνο νύχτα μέρα βράδι, αυγούλα
κρένει με του πελάου το βογκητό
σαν έρτει φτερωτός να πιεί διαβάτης....

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ 05

 


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...
 
 


Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ 03

Για χάρη του ξένου η Αριάγνη μαγείρεψε μοσχαράκι λεμονάτο με πράσινες ελιές, τσακιστές. Το τραπέζι ήταν στρωμένο στο βάθος του αντρέ, κάτω από τα τρία παράθυρα. Ένας κίτρινος κλαδωτός μουσαμάς χρησίμευε για τραπεζομάντηλο. Τα ρουθούνια του Διονύση, μόλις μύρισε την πικρή μυρουδιά της σάλτσας, παίξανε μ' ευχαρίστηση. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως το κρέας δευτεριάτικα ήτανε για χάρη του ξένου και κατσούφιασε. Τα κορίτσια το μεσημέρι το περνούσαν στo πόδι με τίποτε σάντουιτς που αγόραζαν απ' τους μπουφέδες κοντά στο γραφείο τους, για να μην κάνουν τόσο δρόμο πηγαινέλα και κουράζονται. Ο Νίκος, στριμωγμένος δίπλα στην Αριάγνη, έτρωγε βιαστικά για να προφτάσει τον απογευματινό κώδωνα. Ο ξένος είπε δυο λόγια για τον καιρό, μα ο Διονύσης του αποκρίθηκε μ' ένα μουγκριτό σκύβοντας κι άλλο μέσα στο πιάτο του. Έξω ο καιρός σκοτείνιαζε, το γύριζε σε μπόρα. Η Αριάγνη σηκώθηκε να ετοιμάσει το παλτό του Νίκου. Ήτανε καμωμένο από προβιά, γεμάτο μελανιές απ' τον καιρό που το φορούσε ο Μιχάλης, όταν πρωτοπήγε στο Δημοτικό. Πάνω στην ώρα έφτασε κι ο Σταμάτης. Στη μπλε ανοιχτή στολή του φαίνονταν κίτρινοι λεκέδες από τη σκόνη και τις ψιχάλες που είχαν καθίσει πάνω της.

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ 01

Ο Αντώνης Σαμαράκης του Ευριπίδη και της Ανδριανής γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά (1937-1941). Από το 1935 ως το 1963 εργάστηκε στο Υπουργείο Εργασίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά και στην οποία επέστρεψε το 1945. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος της χώρας μας σε διεθνείς συναντήσεις για θέματα εργασιακά και μεταναστευτικά. Το 1963 παντρεύτηκε την Ελένη Κουρεμπανά. Την περίοδο 1968-1969 ηγήθηκε αποστολής εμπειρογνωμοσύνης στις χώρες της Αφρικής μετά από ανάθεση της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας. Ως εκπρόσωπος της Ουνέσκο ταξίδεψε στην Αιθιοπία και δραστηριοποιήθηκε με άρθρα του για τη διεθνή κινητοποίηση υπέρ της επίλυσης των προβλημάτων των κατοίκων της χώρας. 
 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 06

 

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.
 
Πηγή:  Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη, (ἀπὸ τὰ Ποιήματα 1930-1960, B´, Κέδρος 1961)

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΛΛΗΣ 01

Ο Αλέξανδρος Πάλλης γεννήθηκε στον Πειραιά, καταγόταν όμως από τα Ιωάννινα της Ηπείρου. Ο πατέρας του Αλέξανδρος ήταν ειρηνοδίκης στον Πειραιά και η μητέρα του Παναγιωτίτσα το γένος Κοσκούρη προερχόταν από γενιά αγωνιστών του Μυστρά. Δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον πατέρα του, καθώς πέθανε πριν τη γέννηση του γιου του. Μετά το θάνατο του συζύγου της η Παναγιωτίτσα μαζί με τα τέσσερα παιδιά της (τον Αναστάση, τον Αγαμέμνονα, τον Αλέξανδρο και την Ασπασία) μετακόμισε στην Πλάκα. Ο Πάλλης τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1869 παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, αναγκάστηκε όμως να διακόψει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους και έφυγε για το Μάντσεστερ της Αγγλίας. Αρχικά εργάστηκε στο κατάστημα της θείας του, χήρας του Χρίστου Παρμενίδη, μετά το γάμο του όμως με την κόρη του Παντιά Ράλλη μπήκε στον εμπορικό οίκο των αδελφών Ράλλη και κατόπιν έφυγε για τη Βομβάη των Ινδιών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τους Αργύρη Εφταλιώτη και Δ.Π.Πετροκόκκινο. Με τη σύζυγό του απέκτησαν πέντε παιδιά. Από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ ως το τέλος της ζωής του το 1935. 
 

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ 04

Ερωτικό

Δὲν μπορῶ νὰ ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ πῶ
ἂν θὰ σ᾿ ἀγαπῶ
ἴσαμε νὰ φτάσω στὴ στερνὴ τὴν ὥρα
ὅπως, κι ὅσο, τώρα·

Οὔτ᾿ ὁ ἔρωτάς μου ποὺ σὰ ρόδο ἀνθεῖ,
ἂν θὰ μαραθεῖ
πάλι σὰν τὸ ρόδο ποὺ τὸ καίει τὸ θέρο,
δὲν μπορῶ νὰ ξέρω.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 03

Το "δράμα" της ζωής του Μαρινέρη αντί να καταπραϋνει τον ανεψιό του, απεναντίας τον εξερέθισε.΄Ενα μίσος παλιό μα ξανανιωμένο, αιστάνθηκε να ξυπνά μέσα του και να θεριεύει - μίσος εναντίον όλου εκείνου του "σιναφιού", που είχε κάμει τόσο δυστυχισμένο τον καλό του θείο, τον άγιο εκείνον άνθρωπο, με τη Ζαμπέλλα, - κι αυτόν τον ίδιο, με την Έλδα...
Από τη στιγμή εκείνη ο νέος ποπολάρος δεν θάξερε να πει αν την αγαπούσε την ξανθή κοντεσσίνα ή αν τη μισούσε μ' όλη του δύναμη.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ 01

Ο Μάρκος Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα. Οι γονείς του κατάγονταν από τα χωριά Γραμματίκοβο και Κατράνιτσα. Στη γενέτειρά του πέρασε τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια. Τη δεκαετία του εξήντα η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας άνοιξε μικρό εμπορικό κατάστημα και ο Μάρκος φοίτησε στο τμήμα γραφικών τεχνών της Σχολής Δοξιάδη. Εργάστηκε ως γραφίστας σε διαφημιστικά γραφεία και ως ελεύθερος επαγγελματίας. Από το 1980 και για δύο χρόνια έζησε στην Έδεσσα και ως το 1993 εργάστηκε ως υπεύθυνος εκδόσεων στις Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις της Θεσσαλονίκης. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού Διαβάζω για τη συλλογή του Χαιρετισμοί.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ 05


Προβόδισμα

... Σύρτε, λοιπόν, σύρτε στίχοι μου. Μπορεί να μην είστε ποίησες, αλλά θέλ' είσθ' ελπίζω κατιτί καλύτερο από ποίησες· θέλ' είσθε, σήμερα κεντιστήρι για το κοιμώμενο ελληνικό πνεύμα, και αύριο μεθαύριο μαρτυρίες του σήμερα...

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ 04



Ὁ πατέρας μου -μύρο τὸ κῦμα ποὺ τὸν τύλιξε- δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμει ναυτικό.

- Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπὸ τ᾿ ἄτιμο στοιχειό! Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές, δόξασέ την, ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κοιτᾷς ποὺ χαμογελᾷ, ποὺ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σοῦ σκάψει τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξει πετσὶ καὶ κόκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο.

Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος, ποὺ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι, ποὺ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι. Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνο αὐτός, ἀλλὰ κι ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τώρα, καὶ οἱ νεότεροι, ποὺ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νὰ ρουφήξουν τὸ ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:

- Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. Ἂς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριὰ καὶ μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν᾿ ἀποκτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιὸς νὰ χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιὸς νὰ πρωτογίνει καπετάνιος. Κι ἐγώ, ποὺ ἄκουα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τὰ ἔβλεπα τόσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους, δὲν μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριᾶς τὰ στειρολίθαρα.

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάτι μ᾿ ἔσπρωχνε κι ἐμένα ἐκεῖ. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα. Τὰ πρῶτα βήματά μου, νὰ εἰπεῖς, στὸ νερὸ τὰ ἔκαμα. Τὸ πρῶτο μου παιχνίδι ἦταν ἕνα κουτὶ ἀπὸ λουμίνια μ᾿ ἕνα ξυλάκι ὀρθὸ στὴ μέση γιὰ κατάρτι, μὲ δυὸ κλωστὲς γιὰ παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ πανάκι καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου ποὺ τὸ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καὶ τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα μὲ καρδιοχτύπι. Ἂν θέλεις, ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τὸ ἀπίθωσα, καὶ βούλιαξε στὸν πάτο. Μὰ δὲν ἄργησα νὰ κάμω ἄλλο μεγαλύτερο ἀπὸ σανίδια. Ὁ ταρσανὰς γιὰ τοῦτο ἦταν στὸ λιμανάκι τοῦ Ἅϊ-Νικόλα. Τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα καὶ τ᾿ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τὴν ἐμπατὴ τοῦ λιμανιοῦ, ποὺ τὸ πῆρε τὸ ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στὸ κουπί, στὸ κολύμπι πρῶτος, τὰ λέπια μοῦ ἔλειπαν.

- Μωρὲ γειά σου, κι ἐσὺ θὰ μᾶς ντροπιάσεις ὅλους! ἔλεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ᾿ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰν δέλφινας.

Ἐγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία -πήγαινα στὸ Σχολαρχεῖο θυμοῦμαι- τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτα δὲν ἔβρισκα μέσα νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν πόθο μου. Ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα κι ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ρούχα, οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματά τους, τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά, οἱ λυγερές με τὰ τραγούδια τους:

Ὄμορφος πού ῾ναι ὁ γεμιτζὴς ὅταν βραχεῖ κι ἀλλάξει
καὶ βάλει τ᾿ ἄσπρα ροῦχα του καὶ στὸ τιμόνι κάτσει.

Τὸ ἄκουα ἀπὸ τὴν κούνια μου κι ἔλεγα πὼς ἦταν φωνὴ τοῦ νησιοῦ μας, ποὺ παρακινοῦσε τοὺς ἄντρες στὴ θαλασσινὴ ζωή. Ἔλεγα πότε κι ἐγὼ νὰ γίνω γεμιτζὴς καὶ νὰ κάτσω θαλασσοβρεμένος στὸ τιμόνι. Θὰ γινόμουν ὄμορφος τότε, παλίκαρος σωστός· θὰ μὲ καμάρωνε τὸ νησί! Ναί, τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα νὰ ἁπλώνεται ἀπὸ τ᾿ ἀκρωτήρι ὡς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται οὐρανοθέμελα σὰν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβὴ καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της. Τὴν ἔβλεπα, ὀργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνει μὲ ἀφροὺς τ᾿ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύει τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνει στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾷ καὶ νὰ ἠχάει, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φθάσει στὴν καρδιὰ τῆς γῆς, γιὰ νὰ σβήσει τὶς φωτιές της. Κι ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήσει, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἐπάνω μου, ὅπως πειράζομε ἁλυσοδεμένα τ᾿ ἀγρίμια. Κι ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνει τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν᾿ ἀρμενίζει στ᾿ ἀνοιχτά, ὅταν ἄκουα τὶς φωνὲς τῶν ναυτῶν ποὺ γύριζαν τὸν ἀργάτη, καὶ τὰ κατευοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἐπάνω του. Τὰ σταχόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα, τὰ σκοινιὰ τὰ κοντυλογραμμένα, τὰ πόμολα ποὺ ἄφηναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλά, μ᾿ ἔκραζαν νὰ πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές. Καὶ νυχτοήμερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχει παρὰ τὸ ταξίδι. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὡς τ᾿ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς, ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανοπαίδια στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ὅταν ἄκουα νὰ διηγοῦνται ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ᾿ ἔπαινε ποὺ δὲν ἤμουν κι ἐγὼ μέσα, πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.

Δὲν κρατήθηκα περισσότερο. Ἔλειπε ὁ πατέρας μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετὰν Καλιγέρης ὁ θεῖος μου γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό, τὸν παρακάλεσε κι ἡ μάνα μου ἀπὸ φόβο μὴν ἀρρωστήσω, μὲ πῆρε μαζί του.

- Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψεις, τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶναι ψαρότρατα νά ῾χεις φαῒ καὶ ὕπνο.

Τὸν φοβόμουνα πάντα τὸ θεῖο μου. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σ᾿ ἐμένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του. Κάλλιο σκλάβος στ᾿ Ἀλιτζέρι - παρὲ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. Κι ὁ λόγος του πάντα προσταγή. Μόνον ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης ποὺ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκαμε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μία στὴν κουβέρτα, ἔλεγα, καὶ δουλειὰ ὅση θές.

Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκαμα παιχνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. Ὅσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας στὸ ξύσιμο, ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν στῶν σκοινιῶν τὸ πλέξιμο, ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων στὸ δέσιμο. Τώρα στὴν τρόμπα, τώρα στὸν ἀργάτη, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα - πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; Πρῶτος! τί μ᾿ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε πὼς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σκίζεται καὶ νὰ πισωδρομεῖ ὑποτακτική μου. Τὸν ἄλλον κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα.

- Ψέ!... ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἐκεῖνοι!..

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ 03


Ένα έθνος νεόφτωχο (απόσπασμα)

Ύστερα άρχισε και περνούσε στους δρόμους στρατός, Γερμανοί, Αυστριακοί, Τούρκοι· ο κόσμος γέμισε μουσικές και ξιφολόγχες που αστράφτανε. Η Πόλη τρανταζότανε όλη μέρα από το βαρύ βάδισμα των μεραρχιών. Οι ξιφολόγχες περνούσαν ακατάπαυστα σειρές σειρές και χανόντανε. Ήτανε σαν τα στάχυα που τα κουνά ο αέρας. Ύστερα περνούσανε πομπές μεγάλα άσπρα αυτοκίνητα που είχανε ζωγραφισμένους κόκκινους σταυρούς στα πλάγια. Όλη την ώρα έφευγε στρατός κι ερχότανε τραυματίες· αυτή η δουλειά δεν τελείωνε ποτέ.


Είχανε πάρει και αρκετά σχολεία, τα καλύτερα, και τα είχανε κάμει νοσοκομεία και αναρρωτήρια για το στρατό. Το περιβόητο Λύκειο κανείς δεν το καταδεχότανε, γιατί ήτανε σαράβαλο σωστό· το Ζωγράφειο όμως το είχανε πάρει οι Γερμανοί. Ήταν ακριβώς πίσω από το σπίτι του παππού. Από τα παράθυρα του παππού, σαν πήγαινε ο Λεωνής εκεί να περάσει τη μέρα του, έβλεπε την αυλή του Ζωγραφείου, όπου άλλοτε έπαιζαν οι μαθητές και τις τάξεις που είχανε γίνει κοιτώνες και τους Γερμανούς που μπαινόβγαιναν με τις πιτζάμες και με ξυρισμένα κεφάλια. Καμιά φορά τον έπαιρνε το μάτι τους και του φώναζαν διάφορα αστεία, μα αυτός δεν ανταποκρινότανε. Ούτε ήξερε δα τη γλώσσα τους. Είχανε και μια μεγάλη εικόνα του αυτοκράτορά τους, σε μια από τις τάξεις, με κράνος και με όλα του τα παράσημα και µ' εκείνα τα ονομαστά μουστάκια του που ήτανε μυτερά σαν ξιφολόγχες και στριμμένα προς τα απάνω. Από καιρό σε καιρό τους έπιανε μεγάλο κέφι κι έπαιζαν μαξιλαριές και γελούσαν. Η γιαγιά τότες έλεγε:

- Παιδιά είναι οι καημένοι. Ποιος ξέρει τι να γίνονται οι μανάδες τους!

Ο Λεωνής καταγινότανε πολύ με τις γλάστρες της γιαγιάς, κυρίως με τις γαριφαλιές, τις πότιζε, τις παρακολουθούσε, μετρούσε τα μπουμπούκια, ειδοποιούσε, όταν άνοιγαν καινούρια λουλούδια.

Οι φίλοι του δεν αγαπούσαν τα λουλούδια, είχαν το νου τους σε άλλα πράγματα. Ο Πάρης δε σκοτιζότανε αληθινά για τίποτα παρά μονάχα για τα πολεμικά παιχνίδια στον Κήπο. Ο Δήμης περνούσε τον καιρό του με κατεργαριές. Ο Μένος πάλι το είχε ρίξει στα πολιτικά. Όλη την ώρα δημιουργούσε ζητήματα, από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος κι είχε γίνει υποχρεωτικό το μάθημα των τουρκικών. Τον καλούσε στον πίνακα ο κ. Νικολετόπουλος ο τουρκοδιδάσκαλος. Ο Μένος έβγαινε στον πίνακα, ντυμένος με μια μαύρη ποδιά, παχύς, αχτένιστος, μουντζουρωμένος με κιμωλία, και κοίταζε το δάσκαλο σαν χαζός. Υπαγόρευε ο κ. Νικολετόπουλος. Ακίνητος ο Μένος. Τότες ο κ. Νικολετόπουλος ρωτούσε:

- Μενέλαε, γιατί δεν ξέρεις το μάθημά σου;

Κι ο Μένος αποκρινότανε στερεότυπα:

- Ο μπαμπάς μου μου είπε να μην μαθαίνω τούρκικα.

Ο κ. Νικολετόπουλος σηκωνότανε από την έδρα, του έδινε ένα γερό μπάτσο κι έλεγε:

- Αν η Κυβέρνηση μας κλείσει το σχολείο, ο μπαμπάς σου θα έρθει να μας το ανοίξει;

Ο Μένος γυρνούσε στη θέση του κόκκινος σαν βρασμένος αστακός και ο κ. Νικολετόπουλος έσκυβε επάνω στον κατάλογο και του έβαζε ένα μεγάλο μεγάλο μηδενικό. Η σκηνή αυτή είχε επαναληφτεί ένα σωρό φορές. Το ίδιο ο Μένος είχε όρεξη να κάμει ένα επεισόδιο τη μέρα που είχε έρθει ο Αυτοκράτορας των Γερμανών.

Τη μέρα εκείνη όλο το Λύκειο είχε συνταχτεί σ' ένα πεζοδρόμιο του Γαλατά, οι καθηγητές κι οι δάσκαλοι επικεφαλής, ήτανε διαταγή. Επίσης η διαταγή έλεγε πως, όταν θα περνούσε ο αυτοκράτορας, έπρεπε όλοι να φωνάξουνε ζήτω. Τριγύρω ήτανε άλλα σχολεία και κόσμος στα πεζοδρόμια και στα παράθυρα, στρατός παραταγμένος με ξιφολόγχες, χωροφύλακες απάνω στα άλογα. Τα σπίτια ήτανε φορτωμένα σημαίες. Όλοι περίμεναν κι έμοιαζαν λιγάκι φοβισμένοι.

- Εγώ δε θα φωνάξω ζήτω, μουρμούριζε και ξαναμουρμούριζε ο Μένος πεισματωμένος. Ο μπαμπάς μου μου είπε πως δεν έπρεπε να φωνάξω.

- Και τι θέλει τέλος πάντων ο μπαμπάς σου;

- Ο μπαμπάς μου θέλει….. Ο μπαμπάς μου θέλει….. τη "δικαιοσύνη"!

Έξαφνα ακούστηκε ένα μεγάλο πρόσταγμα από μακριά, ένα δεύτερο πρόσταγμα κοντύτερα, ένα τρίτο πρόσταγμα μες στο δρόμο. Τα τουφέκια τραντάχτηκαν καταγής όλα μαζί, οι ξιφολόγχες άστραψαν απάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Σ' ένα γειτονικό δρόμο ξέσπασε μια αόρατη στρατιωτική μουσική, βιαστική, χαρούμενη και λιγάκι αστεία, γεμάτη, θαρρείς, από κατρακυλίσματα τενεκέδων. Ύστερα πέρασαν οι καβαλάρηδες της σουλτανικής φρουράς ντυμένοι από πάνω ίσαμε κάτω στα κόκκινα. Κρατούσανε μεγάλες λόγχες στολισμένες με μικρές κόκκινες σημαίες. Όλο το πλήθος κουνήθηκε κι ο καθένας τσαλαπάτησε το διπλανό του. Πίσω από τους καβαλάρηδες ερχότανε κάτι αυτοκίνητα ανακατωμένα με άλογα, γυμνά σπαθιά, κράνη. Τα μέταλλα αστράφτανε, οι κόκκινες σημαιίτσες κυμάτιζαν στον αέρα χαρωπά. Ο Λεωνής είδε κάμποσους ανθρώπους με μεγάλα μουστάκια, μα ποιος ήταν ο αυτοκράτορας δεν πρόφτασε να καταλάβει.

- Είδες που δεν φώναξα! Καυχήθηκε ο Μένος.

Μα ο Λεωνής είχε ξεχάσει το ζήτημα. "Τον παλιό καιρό, συλλογιζότανε, σ' αυτούς εδώ τους δρόμους περνούσαν οι δικοί μας αυτοκράτορες, τώρα περνά η σάρα και η μάρα". Εκείνοι ήταν αυτοκράτορες άξιοι του ονόματος, ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής, ο Μανουήλ Κομνηνός, πανύψηλοι, ντυμένοι στο χρυσάφι σαν δεσποτάδες, με τις ωραίες ξανθές γενειάδες τους, με το σεβάσμιο ύφος τους, που είχες όρεξη να τους φιλήσεις το χέρι, τρομεροί όταν αντίκριζαν τον εχθρό, πράοι και γλυκομίλητοι σαν καλοί πατεράδες, όταν είχαν να κάμουν με φίλους. Ή ο καημένος ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ο γλυκύτατος…..

Ο Λεωνής θυμήθηκε τα λόγια του παππού: "Ξέπεσε ο κόσμος! " Επίσης, τώρα με τον πόλεμο, ο παππούς συνήθιζε να λέει: "Εγώ είμαι νεόφτωχος! " Το έλεγε δυνατά, προκλητικά, για να δείξει πόσο λίγο εκτιμούσε τους νεόπλουτους. Έτσι και τα έθνη, φαίνεται, ήτανε νεόπλουτα και νεόφτωχα. "Είμαστε ένα έθνος νεόφτωχο", συλλογίστηκε ο Λεωνής κι αυτό του έκαμε πολύ καλή εντύπωση. Ήτανε κάτι ευγενικό να είσαι νεόφτωχος, κάτι καθώς πρέπει και περήφανο και σου έδινε ένα ύφος αδικημένο και συμπαθητικό. [….]

Πηγή: Γ. Θεοτοκάς, Λεωνής, Εστία, Αθήνα, 2011.


Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 10

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ 01

Ο Άθως Δημουλάς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο Πολιτικός Μηχανικός και συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφίες στο εξωτερικό (Βέλγιο, Αγγλία, Γαλλία), ειδικευόμενος στις Στατικές Κατασκευές και τη Σιδηροδρομική. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα εργάστηκε ως Πολιτικός Μηχανικός και Διευθυντής στους Σιδηροδρόμους. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1951 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής που είχε τίτλο Ποιήματα. Τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης (1966 για τη συλλογή Άλλοτε και Αλλού). Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και τα πολωνικά.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ 02

Το Δίχτυ  Ν. Γκάτσος
Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή
Μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι
Έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
Γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ
Έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
Γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ 01


Ο Δημήτριος Χατζηασλάνης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και πήρε την προσωνυμία Βυζάντιος από την καταγωγή του. Στην Πόλη μεγάλωσε και μυήθηκε στην αγιογραφία. Άσκησε το επάγγελμα του αγιογράφου ως το 1812, οπότε διορίστηκε διερμηνέας στην Αυλή του μπέη της Τύνιδας. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης έφυγε για την Κυπαρισσία, όπου αγωνίστηκε στο μεσσηνιακό στρατόπεδο.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ 03



ΙΒ’. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ

Αφότου ήμουνε στην Πόλη, δεν είχα πάει ακόμη στο Μπογάζι. Οι δασκάλοι το λένε Βόσπορο κι έχουνε άδικο οι δασκάλοι. Ο λαός Κατάστενο το ξέρει· κάπου κάπου μπορεί και Βόσφορο να σου το πει. Οι δασκάλοι θαρρούνε πως τα μάθανε όλα· δε μάθανε όμως ακόμη πως πρέπει κανείς να σέβεται τις δημοτικές ονομασίες κάθε τόπου. Η μάθησή τους δε φτάνει ίσα με την επιστήμη. Επιστήμη νομίζουνε όσα χωρεί το στενούτσικό τους το κεφαλάκι. Φωνάζουνε όλοι οι σοφοί του κόσμου, γράφουνε, πολεμούνε, παρακαλούνε να τους δώσουμε τους τύπους που συνηθίζει ο λαός. Τίποτις! Οι δασκάλοι μήτε τ’ ακούσανε. Οι σοφοί κι οι γλωσσολόγοι θυμώνουνε που δεν είμαστε άξιοι να καταλάβουμε τι γυρέβουνε από μας, κι οι δασκάλοι τι κάνουνε; Ίσια ίσια για να μην έχουνε οι Εβρωπαίοι κακή ιδέα για την Ελλάδα, κόφτουνε, κλαδέβουνε, ξεπαστρέβουνε, καθαρίζουνε τα γεωγραφικά ονό­ματα, τα συγυρίζουνε, τα φέρνουνε στο ελληνικό — και προσμένουνε ήσυχα να τους καμαρώσουμε στην Εβρώπη! Πως καταστρέφουνε την ιστορία με την ψεφτογραμματική τους, μήτε τους πέρασε από το νου. Τι θα κάμεις λοιπό με τέτοια… κεφάλια;

Εγώ λέω να μην κάμεις τίποτα και να σύρουμε το δρόμο μας, γιατί βαρέθηκα τους δασκάλους. Τους βαρέθηκες βέβαια και συ που με διαβάζεις. Όσο για το Βόσφορο, μ’ αρέσει Κατάστενο να το λέω· έτσι το συνήθιζε η γιανούλα και τούτο μου φτάνει. Μ’ αρέσει και Μπογάζι να τ’ ακούω· όσο είναι οι Τούρκοι στην Πόλη, μου φαίνεται καλό να ’χουμε κι αφτό τ’ όνομα — για να μην ξεχνούμε.

Ένα πρωί θέλησα λοιπό να σεργιανίσω το Μπογάζι και να διω κάτι φίλους στην εξοχή. Κατέβηκα στο γεφύρι, το βαπόρι σφύριζε, πήρα μπιλλιέττο, και μπήκα μέσα να πάω στο Μπουγιούγντερε. Μ’ αφτό τ’ όνομα οι καημένοι μας οι δασκάλοι τα μπερδέβουνε. Τις δοτικές τις σκορπίζουνε όπου μπορούνε· εν Ταταούλοις θα σου πούνε, εν Βλαχέρναις κι άλ­λες τέτοιες νοστιμάδες. Με το Μπουγιούγντερε αδύνατο να χώσουνε και μια κατάληξη αρχαία· τ’ όνομα τούτο δεν κλί­νεται. Το Μπουγιούγντερε τους το κάνει πείσμα. Το Μπου­γιούγντερε μοναχό του ρίχνει κάτω όλα τους τα σοφά τα συστήματα, τη γραμματική τους και τη γλώσσα τους. Ας κατεβάσουνε πενήντα χιλιάδες απαρεφάτους, μιλλιούνια πλη­θυντικές δοτικές· φτάνει το Μπουγιούγντερε να δείξει τη μυτίτσα του, να ξετρυπώσει ξαφνικά και να βγει στη μέση. Βλέπουμε αμέσως τι τρέχει, καταλαβαίνουμε πως ζούμε στα χίλια οχτακόσια τόσα κι όχι στης πρώτης ολυμπιάδας τον καιρό. Το λαμπρό τους το παλάτι γκρεμνά και πέφτει, και φαίνεται με μιας, από κάτω από τις πέτρες του παλατιού, το σημερνό μας, τ’ αληθινό μας το ρωμαίικο χώμα.

Πόσο τ’ αγαπώ αφτό το Μπουγιούγντερε! Δαιμονίζει τους δασκάλους. Να το κάμουνε άξαφνα Βαθυρρύαξ, κι οι ίδιοι δε θα καταλάβουνε τι λένε. Πρέπει να το πούνε Μπουγιούγ­ντερε, έχει δεν έχει. Έπειτα, ας μας κόψουνε όσες ελληνικούρες έχουνε όρεξη. Δε μας μέλει πια! Για να χάσει το γάλα την κάτασπρη θωριά του, φτάνει να πέσει μέσα μια σταλιά καφές. Έτσι και με τη γλώσσα· άμα βάλεις μέσα έναν τύπο μόνο που δεν είναι αρχαίος, τέλειωσε! Δεν είναι πια η γλώσσα σου αρχαία· τίποτα δεν είναι. Του κάκου πολεμούνε οι δασκάλοι, του κάκου πασκίζουνε! Η γλώσσα τους μοιάζει με λίμνη· τη γεμίζουνε καθαρό νερό και την καμαρώνουνε οι ίδιοι. Για να θολώσει το νερό, άλλο δε χρειάζεται παρά να ρίξεις μέσα ένα μικρούτσικο Μπουγιούγντερε, ας είναι κι ένα άφαντο να. Με μιας χάνεται όλη η ψέφτικη ομορφιά της λίμνης κι η καθαρέβουσα λασπώνεται.

Οι δασκάλοι δε βλέπουνε και ποτές δε θα διούνε, πως για όποιονε τόντις ξέρει, αγαπά και σέβεται την αρχαία, φτάνει ένας μόνος τύπος να μην είναι αρχαίος και καταστρέφει όλους τους άλλους. Ένα εμπόδισε κάπου να βάλουνε, ένα έγινε να τους ξεφύγει, ένα ηξεύρω να πούνε, ένα τίποτε να γράψουνε, πάνε όλα! Μεγαλύτερο το κακό παρά αν ήτανε όλα βάρ­βαρα, σαν που τα λένε· αν ήτανε όλα βάρβαρα, θα φαινό­τανε τουλάχιστο μια σειρά, μια αλήθεια. Με τον τρόπο το δικό τους, φαίνεται η αρχαία τόντις βάρβαρη κι ανώμαλη. Ένα όνομα καινούριο, ένας δημοτικός τύπος, μια λέξη νέα χαλνά την αρχαία — κι αφανίζει όλες τις δοτικές.

Εγώ που δεν ξέρω δοτικές, δεν ντράπηκα να μπω στο βαπόρι και να πάω στο Μπουγιούγντερε. Ο καμαρότος, άμα μ’ είδε, μυρίστηκε ξένο. Αμέσως ήρθε να με χαιρετήσει, να μου δώσει την καλύτερη θέση του βαποριού. Ο καμαρότος ήτανε Αρμένης. Πού να μιλήσει ρωμαίικα, αφού οι Αρμένηδες (1) και τη γλώσσα τους δε θέλουνε πια να μάθουνε, και λένε πως είναι Τούρκοι; Κατάλαβα όμως τι μ’ ήθελε. Δεν είχε και πολλά να μου πει. Μου έδειξε μόνο σε τι θέση έπρεπε να κάτσω. Με πήγε απάνω στο γεφυράκι με τα σίδερα όπου συνηθίζει ο καπετάνιος και στέκεται. Εκείνη την ώρα ο καπε­τάνιος — ένας Τούρκος — είχε δουλειά από τ’ άλλο το μέρος. Κάθησα το λοιπό με την ησυχία μου από την άλλη μεριά. Η καρέγλα μου βρισκότανε από πάνω από τα ταμπούρλα κι άκουα τις ρόδες που γυρίζανε. Έβλεπα δεξιά τον καπε­τάνιο που κοίταζε μπροστά του και πρόσταζε. Ο καμαρότος μου έφερε ένα σκαμνί για το πανωφόρι μου, ένα σκαμνί να ξαπλώσω τα ποδάρια μου, ένα σκαμνί να μου βάλει καφέ και λουκούμι. Του έδωσα μερικούς παράδες, και με γελαστό πρό­σωπο, με ζαχαρένιο χαμογέλιο, στάθηκε μια στιγμή κι ά­πλωσε το χέρι, τάχα για να μου δώσει να καταλάβω πως θα βλέπω λαμπρά στη θέση όπου καθόμουνε και να μου δείξει τη θέα. Έκαμε δυο τρεις τεμενάδες κι έφυγε.

Ήτανε η θέα τόντις μοναδική. Όσο προχωρούσαμε, ξεσκέ­παζε το Μπογάζι τις ομορφιές του. Όλο μου έδειχνε καινού­ρια μεγαλεία. Πιότερο από καθετίς άλλο μου αρέζανε τα νερά του· στα νερά πρόσεχα, στα νερά είχα το νου μου. Τη θάλασσα δεν μπορούσα να τη χορτάσω. Απορούσα με τ’ άπειρο το νερό. Νερό έχει το Μπογάζι όσο θέλεις. Τι καλό μέρος για να πνίξει κανείς όλα τα σκυλιά που κυλιούνται στα σοκάκια! Τα σκυλιά να τα φοβάστε· μην τα βλέπετε τώρα που σέρνουνται μισοκοιμισμένα στους δρόμους. Μάθαμε πως μπορούνε καμιά μέρα να λυσσιάξουνε, και τότες αλλοίμονο! Ο Παστέρ όσο άξιος κι αν είναι, ίσως δεν μπορέσει να μας γιατρέψει. Πάλε πιο ήσυχοι θα είμαστε, όταν τα ρίξουμε στο νερό. Εκείνο το νερό του Κατάστενου, δεν ξέρετε τι θάματα που τα κάνει. Έχει κάτι μέσα του εκείνο το νερό. Όλη αφτή η θάλασσα που λούζει την Πόλη έχει κρυμμένη βαθιά κάτω στον πάτο της μια μυστική δύναμη. Όποιος περάσει αφτή τη θάλασσα για να ’ρθει στην Πόλη, είναι χαμένος άθρωπος. Για να μη χαθεί κανείς, πρέπει να βρεθεί στην Πόλη, δίχως να ’χει περασμένη τη θάλασσα. Διέστε τόντις τι παρά­ξενο πράμα!

Ο Βόσπορος, καθώς μπορεί ο καθένας να το μάθει από τη γεωγραφία του σκολειού, χωρίζει Ασία κι Εβρώπη, πάει να πει πως βρίσκεται ανάμεσα στην Ασία και στην Εβρώπη. Ωστόσο στην Πόλη κάθουνται Ασία κι Εβρώπη μαζί, η μια πλάγι στην άλλη· αφτό το περιστατικό οι χάρτες δεν το γράφουνε, μάλιστα οι χάρτες που δημοσιεύονται αδεία του Υπουργείου της Παιδείας. Ανεβαίνοντας δεξιά μεριά έβλεπα την Ανατολή, και να πω την αλήθεια, μ’ όσα είχα μάθει στο σκολειό, δεν μπορούσα καλά να διακρίνω πού ήτανε Ασία, και πού ήταν Εβρώπη. Δεξιά και ζερβιά έβλεπα τα ίδια. Είδα πολλά, μα ένα μ’ έκαμε ν’ απορήσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί στεκόντανε τόσα τζαμιά, τόσα παλάτια μισογκρεμισμένα, παραιτημένα, ολόρημα. Ο Τούρκος, άμα χτίσει σπίτι — κι άμα κάμει τίποτα — το βαριέται· είναι μαθημένος με τέντες κι άλλο δεν ξέρει. Οι Αγαρηνοί είναι νομάδες, ή σαν που λέμε, κατσιβέλοι. Ο Τούρκος ένα ένα σιχαίνεται τα σπίτια που κάνει, νοιώθει πως είναι περαστικά τ’ αγαθά του, κι άμα σιχαθεί ένα πράμα αμέσως τ’ αφήνει. Τ’ α­φήνει και δε γυρίζει πια να το διει — σα να μην ήτανε ποτές δικό του. Δάχτυλο δε θα κουνήσει ή τοίχο να σιάξει, ή ταβάνι να διορθώσει, ή πέτρες να ξαναβάλει, όπου πέσουνε. Το χτίριο που κάμει δεν έμαθε να το διατηρεί· δεν το φροντίζει. Τι είναι τέτοια φροντίδα, μήτε το ξέρει. Κι από κει μπορείς να καταλάβεις τι θα πει βάρβαρος και τι θα πει πολιτισμένος.

Ο πασάς, εκεί που δεν πρέπει να μετρήσει τα χρήματα, έφκολα τα ξοδέβει. Μικρά έξοδα δεν μπορεί να κάμει· αγαπά μόνο τα μεγάλα. Ή θα βγάλει να δώσει πολλά, ή τίποτα δε θα δώσει. Ο πλούσιος που δεν έδωσε δυο γρόσια του ράφτη του για να του ράψει ένα κουμπί, δε θα μείνει πλούσιος όλη του τη ζωή. Μαζί του φτωχαίνει και το έθνος. Ο πασάς τέ­τοια φιλοσοφία δεν έμαθε. Φτάνει τέτοιο να ’ναι το κέφι του, κι αν έχει λίρες, αμέσως τις πετά. Άμα γίνει ανάγκη να λογαριάσει πόσοι παράδες χρειάζουνται για να ξαναβάλει μια πέτρα, να σιάξει ένα κανάτι, βαριέται τους λογαριασμούς. Δεν αξίζει, λέει. Το κεφάλι του δε ζαλίζεται με τέτοιες μικρολογίες. Όταν είναι να χαρεί τίποτα, πρέπει να το χαρεί αμέ­σως, αμέσως να γίνει το πράμα και με μιας. Δε βλέπει άλλο παρά το κέφι του, κι ό,τι του αρέσει, του αρέσει την ώρα που το θέλει· παρέκει δεν πάει ο νους του. Στην Αθήνα πάλε, κι ο μπακάλης που θα κάμει σπίτι, κάθε μέρα θα φροντίσει για το σπιτάκι του, θα το νοικοκερέψει, θα το ’χει έννοια, θα προσπαθήσει μάλιστα με κάθε τρόπο να βάλει δυο σκαλοπά­τια μαρμαρένια, παντού να ρίξει σίδερα και πέτρα, για να γίνει, λέει, το σπίτι πιο γερό. Ο Ρωμιός όλα αιώνια τα θέλει.

Χαμογελώντας αντανακλούσε το Μπογάζι τα τούρκικα παλάτια, τα μισογκρεμισμένα τα τζαμιά. Γλήγορα γλήγορα πήγαινε το βαποράκι, σα να ’τρεχε στα κύματα μέσα. Η θά­λασσα έχει κάτι που σε μαγέβει. Όταν κοιτάζει κανείς την πλώρη που με τόλμη σκίζει τα νερά για να περάσει, νομίζει τότες πως μπορεί άξαφνα κι ο ίδιος να κόψει δρόμο μεγάλο. Η φαντασία πετιέται και τρέχει με το βαπόρι· ο νους φουσκώνει τα πανιά του. Έτσι το ’παθα και γω. Θα πάμε και μεις ομ­πρός, έλεγα μέσα μου, ανοιχτά θα πάρουμε τη θάλασσα, θα τραβήξουμε μακριά μακριά, και καμιά μέρα σαν τον Κο­λόμπο θ’ ανακαλύψουμε μια νέα, μια περίφημη, ηλιοφώτιστη Αμερική. Αιώνια θα μείνουνε τα έργα και τ’ όνομά μας.

Στη στιγμή που μελετούσα τέτοια μεγαλεία, ξαναφάνηκε ο καμαρότος. Ήρθε κοντά μου και μου έδωσε να καταλάβω πως έπρεπε ν’ αλλάξω θέση. Ο καπετάνιος είχε τώρα δουλειά στο μέρος όπου καθόμουνε· έπρεπε να περάσει ζερβιά. Ο τό­πος ήτανε στενός και δεν μπορούσαμε να μείνουμε κι οι δυο μαζί· ανάγκη ή ο ένας ή ο άλλος να φύγει. Ο καμαρότος, για να τον καταλάβω καλύτερα, μου το είπε μάλιστα τούρ­κικα· — «Να σηκωθείς, γιατί ο καπετάνιος έρχεται», λέει, «καπιτάν μπουρντά γκελίορ»

Με πολλή εβγένεια, πρέπει να το μολογήσω, και με τρόπο καλό μου είπε ο άθρωπος αφτά τα λόγια. Δεν ξέρω γιατί αφτές οι τρεις τούρκικες λέξες μου χτυπήσανε τόσο παράξενα στ’ αφτί. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ τον άκουγα και μου φώναζε. Ο καπετάνιος έρχεται. Τι παράδοξη φράση! Ο καπετάνιος ήτανε Τούρκος, ομορφάθρωπος, αψηλός· έμοιαζε σα να ήτανε όλο μαζί αφέντης σκληρός κι αντρειωμένο παλληκάρι. Μου φάνηκε πως στα μάτια του μέσα, στο πρόσωπό του έβλεπα με μιας όλη την Τουρκιά. Τέτοιος θα ήτανε, έλεγα μέσα μου, κι ο πρώτος ο Τούρκος που πάτησε αφτό το χώμα, ο πρώτος ο καταχτητής. Τέτοια λόγια θα είπε, όταν μπήκε στην Πόλη, όταν καταστράφηκε ο στρατός μας στον πόλεμο τον τρομερό, κι όταν έπεσε ο βασιλιάς μας. — «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ! Όξω, όξω, ραγιάδες, γκιαού­ρηδες, σκυλιά. Να φύγετε από μπροστά μου. Να τος που έρχεται, ο καπετάνιος! Ο καπετάνιος φτάνει!» Με το σπαθί στο χέρι, στ’ άλογό του καβαλάρης, ερχότανε ο Τούρκος, ερ­χότανε ο καπετάνιος — κι έπρεπε ο καθένας από το δρόμο του να φύγει.

Σα να καταλάβαινα πρώτη φορά όλη μας την ιστορία, σα να ζωντάνεβε μπροστά μου πρώτη φορά. Μου φάνηκε πως βλέπανε τα μάτια μου τώρα κανένα άγριο, φοβερό, ολέθριο πράμα, γεμάτο αίματα και σφαγές. «Σήκω, σήκω, χριστιανέ από κει που καθόσουνε ήσυχος και θάμαζες τη φύση με τις ομορφιές της, και φιλοσοφούσες, και κοίταζες το νερό κι έ­παιρνε η φαντασία σου δρόμο. Σήκω· η Πόλη είναι δική μου. Όπου σε διω, όπου σε βρω, όπου φανείς, εσύ, η γυναίκα σου, τα παιδιά σου, όπου διω, όπου βρω, όπου φανεί τίποτα δικό σου — σπίτι, χρήματα, χωράφι ή παλάτι — όλα όλα πρέπει να μου τ’ αφήσεις. Το αίμα σου θέλω να πιω, και τη ζωή σου να ρουφήξω. Άμα σου ζητήσω αίμα και ζωή, θα μου δώσεις τη ζωή σου, και το αίμα σου θα μου το φέρεις. Από το στόμα σου λέξη να μη βγει. Δε χωρατέβω. Ξέρεις ποιος είμαι; Να το μάθεις. Ο αφέντης σου είμαι γω, ο βασιλιάς σου, η τρο­μάρα σου και το βάσανό σου. Σήκω, φύγε, γιατί έρχουμαι· σήκω, φύγε, γιατί φτάνω. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!»

Τι δυσάρεστη, τι λυπητερή φαντασία που την έχω! Πάντα θέλει τα πράματα να τα μεγαλώνει· τον ποντικό τον κάνει γιανίτσαρο. Η φαντασία μου μου χάλασε όλο μου το κέφι. Μόλις έκατσα δυο ώρες στο Μπουγιούγντερε. Μόλις πρόφτασα να διω τους φίλους μου, να πάω στο σκολειό, ν’ ακούσω το δάσκαλο που γύρεβε να μάθει στα χωριατόπουλα τις εβγένειες της γλώσσας μας. Ήμουνε όλο συλλογισμένος, βαρεμέ­νος· είχα μια τρομερή σταναχώρια. Αχ! που είσαι, Γιάννη μου, αδερφέ μου; Να σ’ είχα βοηθό! Να μπορούσαμε κι οι δυο μας μαζί να ξεφορτωθούμε τον Τούρκο, να τον κάμουμε να φύγει πια, να τον πετάξουμε στο νερό, να βγάλουμε από το λαιμό μας και καταχτητή και καπετάνιο. Ή τουλάχιστο με τις κουβέντες, με τα γέλια να ξεχάσω ο δύστυχος εκείνα τα λόγια! Και πάλε τ’ απόγεμα, στις τέσσερεις, ξαναπήρα τα βαπόρι. Μα δεν κοίταζα, δεν πρόσεχα τίποτα, μήτε Μπο­γάζι, μήτε θάλασσα, μήτε ουρανό. Πήγα να κλειδωθώ κάτω σε μια καμπίνα, όπου δεν ήτανε κανείς. Η ίδια φράση όλο μου έδερνε το νου, όλο μου έτρωγε το κεφάλι. Όλο έλεγα μέσα μου σιγά σιγά· «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ 02



Στρατή Τσίρκα, Η Νυχτερίδα (απόσπασμα)

Μα το χλωρό παράδεισο των παιδικών ερώτων, τον ξαναφέρνουν άραγε παράπονα και δάκρια;

Κι ύστερα; Μηδέν. Εκεί σταμάτησε η προσπάθεια, η μόνη, να μεταφράσεις κάτι που νόμιζες, που νομίζεις ακόμα, πως αντιλαλεί με τ’ αναφιλητά μιας χαμένης αθωότητας. Τί σε σταμάτησε; Η γεύση του μάταιου; Ήταν στυφό να ξαναζείς με το μυαλό αυτό που δε γινόταν πια να νιώσεις με τα δάχτυλα. Ένα σπουργίτι, ζεστό μέσα στην ιδρωμένη παλάμη και λίγο τρεμουλιάρικο, βαθιά κάτω από τη μαύρη φανέλλα της παράδοξης μεταμφίεσης. Τα νυχτοπούλια κράζαν αθέατα πότε δω πότε εκεί, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η καρδιά της, το άγριο ποδοβολητό, το κυνηγητό, που την παράδοσε ξεπνοϊσμένη μέσα στο σκοτάδι, ν’ αντιστέκεται, να σε τραβάει πάνω της κι αμέσως να σε σπρώχνει πίσω. Κι εσύ, παιδί, αδέξιος. Κι εκείνη να τινάζεται, να ξεσπάει σε κάθε κρωξιά.

Και τώρα τί· με την πέννα στο χέρι μέσα στο έρημο σπίτι σου· τί σκαλίζεις, τί σκάβεις, πού γυρεύεις να βγεις; Όλα εδώ, είπες· εδώ πληρώνονται. Σάματις αυτός ο έσχατος εξευτελισμός του Τόνη να σε παρηγορεί γιατί πολύ πόνεσες, γιατί πολύ τον ζήλεψες. Και είναι δίκαιο να ρωτιέσαι τώρα ποιος έφταιξε, ποια μοίρα, ποια σύμπτωση, ή μήπως η ανατροφή; Και πώς ο Τόνης, που ξεκίνησε με τόσα προσόντα, να καταντήσει αυτού, ποιος φταίει, αν έφταιξε κανείς. Και τούτο: Ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους δυο σας τέλος πάντων; Τί να την κάνεις την ανθρωπιά σου, τα βιβλία, τις πίπες, τους πίνακες, τους δίσκους; Την ατσαλάκωτη αξιοπρέπεια, το χαίρει βαθυτάτης εκτιμήσεως παρά τη αλεξανδρινή κοινωνία; Για κείνον ξημεροβραδιαζόταν κουλουριασμένη μέσα στα φύλλα, για κείνον ξέσκιζε τα μάγουλά της μέσ’ στο μεγάλο φως του καλοκαιριού, για κείνον εσακάτεψε τα ωραία της νιάτα. Αυτά, όσο και να μην τους έδοσε ποτέ του μιας δεκάρας σημασία, κανείς δεν του τα παίρνει, για κείνον έγιναν. Πάνε πόσο, τρία χρόνια που τον είδες την τελευταία φορά; Πότε τορπίλισε ο Μουσολίνι την «Έλλη»; Ξέρεις, του είπες, φαίνεται πως μπορούμε να μάθουμε πού κάθεται η Τάδε. Α, ρε φιλόσοφε, σου κάνει, ακόμα το θυμάσαι κείνο το μαυροτσούκαλο;

Κι ήταν ωραίος, άλλοτε. Σαν ημίθεος μοιάζει εκείνο τ’ αξέχαστο καλοκαίρι, δυο χρόνια μετά την Καταστροφή. Ο ήλιος του απογέματος χρυσώνει τα μαλλιά του και το χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι. Τα πόδια του ώς απάνω στα μεριά ψημένα μαύρα από τους ήλιους και τη θάλασσα. Μπλε κοντομάνικο πουκάμισο, χακί παντελονάκι σπορ, ζώνη προσκοπική, και σάνταλα. Σου χαμογελάει, σίγουρος πως δεν είσουν άξιος να βρεις μια θέση παρά στην άκρη του τελευταίου βαγονιού. Κι ύστερα σηκώνει το χέρι και σου φωνάζει: Παράσχο! Κι εσύ ξεχνάς τί σχεδίαζες τέσσερις ώρες μόνος μέσα στο τραίνο και ξεφωνίζεις: Τόνη, Τόνη, εδώ! Πολύ τον αγαπάς, δεν κρύβεται. Πρώτος σου ξάδερφος, είσαστε σχεδόν συνομίληκοι, σε περνά κανένα χρόνο, εκείνο το καλοκαίρι έκλεινες τα δεκατέσσερα.

[…]

Πηγή: Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η Νυχτερίδα. Μυθιστόρημα, εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1965, σ. 57-59.

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ 01

Ο Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στην Αγουλινίτσα Ηλείας, πρωτότοκος γιος του φιλολόγου Γιώργου Σινόπουλου και της Ρούσας - Βενέτας το γένος Αργυροπούλου και βαφτίστηκε Πάικος. Το 1920 η οικογένεια Σινόπουλου εγκαταστάθηκε στον Πύργο Ηλείας. 
 

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΖΟΣ ΡΑΓΚΑΒΗΣ 03

Η Ταξιδεύτρια



Kόρη με τα χρυσά μαλλιά στους κρυσταλλένιους ώμους,
Πού τρέχεις ολομόναχη της ερημιάς τους δρόμους;
Nύκτα χορεύουν τα στοιχιά, γυρνούν ανεραΐδες·
Nα τριγυρνά μεσάνυκτα ποιάν κόρη πότε είδες;

Κυριακή 19 Απριλίου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 04


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ
ΠΑΙΔΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ



 Καλὰ τὸ ἔλεγεν ὁ μπαρμπα-Μηλιός, ὅτι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἐκινδύνευον νὰ μείνουν οἱ ἄνθρωποι οἱ χριστιανοί, οἱ ξωμερίτες*, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἀλειτούργητοι. Καὶ οὐδέποτε πρόρρησις ἔφθασε τόσον ἐγγὺς νὰ πληρωθῇ, ὅσον αὐτή· διότι δὶς ἐκινδύνευσε νὰ ἐπαληθεύσῃ, ἀλλ᾽ εὐτυχῶς ὁ Θεὸς ἔδωκε καλὴν φώτισιν εἰς τοὺς ἁρμοδίους καὶ οἱ πτωχοὶ χωρικοί, οἱ γεωργοποιμένες τοῦ μέρους ἐκείνου, ἠξιώθησαν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀκούσωσι τὸν καλὸν λόγον* καὶ νὰ φάγωσι καὶ αὐτοὶ τὸ κόκκινο αὐγό.

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ 02


Ἐρωτικαὶ ἐκδικήσεις
Ὅταν βλέπω κάποιον νὰ περπατῇ ἐπάνω-κάτω, ὅπως ὁ μακαρίτης ὁ Βέρθερος, καὶ νὰ μελετᾷ μίαν ἐρωτικὴν ἐκδίκησιν, λέγω ἀπὸ μέσα μου: «Ἰδοὺ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ κάμῃ μίαν ἀνοησίαν!».

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ 05



ΤΡΟΙΑ

Κάψαμε την Τροία με τον πυρσό της Αγάπης!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 07

∆ΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ 

∆ε δέχουµαι τα σύνορα, δε µε χωρούν τα φαινόµενα, πνίγουµαι! Την αγωνία τούτη βαθιά, αιµατερά να τη ζήσεις, είναι το δεύτερο χρέος.
Ο νους βολεύεται, έχει υποµονή, του αρέσει να παίζει, µα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιµάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης. 
Να υποτάξω τη γης, το νερό, τον αγέρα, να νικήσω τον τόπο και τον καιρό, να νιώσω µε ποιους νόµους αρµολογούνται κι έρχουνται και ξανάρχουνται οι αντικαθρεφτισµοί που ανεβαίνουν από την πυρωµένην έρηµο του νου, τι αξίαν έχει; 
Ένα µονάχα λαχταρίζω: Να συλλάβω τι κρύβεται πίσω από τα φαινόµενα, τι είναι το µυστήριο που µε γεννάει και µε σκοτώνει, κι αν πίσω από την ορατή ακατάπαυτη ροή του κόσµου κρύβεται µια αόρατη ασάλευτη παρουσία.  

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ 03

Σονέτο, 5.


Tο σπάνιο μπλάβο ρόδο που μπροστά σου
Στην ερμιά, μες στ' αγκάθια του κλεισμένο
Tο είδες, φαινότουν να σου λέει: «Προσμένω
T' άσπρο σου χέρι να με κόψει. Στάσου!»
Tο τήραξες, κυρά, κι ολόγυρά σου

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 09

Εκείνο που δε γίνεται


Nα 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω ! Nα τσακίσω εκείνο που δε γίνεται ! Kορίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία
κάποτε μ' έσωσε ο Θεός

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ 07

Σαν να διάλεξες

Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δώ την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ 02

Προσωπο-ψυχογραφία ενός θεομπαίχτη




Στις φλέβες σου φαρμάκι και χολή,

αντίς για αίμα, ρέει, θεομπαίχτη πλάνε,

κι ενώ το στόμα σου για θρησκεία μιλεί,

λύσσας αφρούς τα χείλια σου σκορπάνε.


Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ 01

Ο Στρατής Τσίρκας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Χατζηαντρέα από παρατσούκλι του πατέρα του), γιος του Κώστα Χατζηαντρέα και της Περσεφόνης το γένος Σταμαράτη, γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στο Κάιρο. Είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Γύρω στο 1917 γράφτηκε στην Αμπέτειο Σχολή, στο εμπορικό τμήμα, από όπου αποφοίτησε το 1928. 

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ 03


Αθήνατου Γεωργίου Σουρή

Ο εθνικός μας ποιητής προχθές στον Παρνασσό
επίγειο Παράδεισο μας είπε την Αθήνα,
στεφάνι με τη λύρα του της έπλεξε χρυσό,
την στόλισε με γιασεμιά, τριαντάφυλλα και κρίνα.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ 01

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι, γιος του δασκάλου Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιόκαυτου από το Καρπενήσι. Είχε τρία αδέλφια, το Χαρίλαο, το Θανάση και τη Σοφία. Στο Καρπενήσι έμαθε τα πρώτα γράμματα και το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο, πήρε μαθήματα ζωγραφικής και γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου, χωρίς να αποφοιτήσει. 

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ 01

Ο Πωλ Νορ (Νίκος Νικολαΐδης) (1899-23 Απριλίου 1981) ήταν Έλληνας δικηγόρος, δημοσιογράφος, ποιητής, συγγραφέας, εκδότης και περισσότερο γνωστός ως επιθεωρησιογράφος.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ 02

Ανεμόμυλος


O κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
Kεντισμένο με ρόδα και με βάγια,
M' ήλιους και μ' άστρα, που το απλόν' η Maya
Aπάνου 'ς της Aλήθειας το σκοτάδι.―