Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 7 Ιουλίου 2024

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 09

 Ταξιδεύοντας

Κορινθιακός


Την άλλη μέρα από το πρωί γύριζα, με απληστία ανέβαινα κατέβαινα τους δρόμους, σα να 'βλεπα για πρώτη φορά το θέαμα της επαρχίας.

Ανεβαίνω τα σκαλιά, φτάνω στο κάστρο. Άγριο, ερημωμένο, με τους γκρεμισμένους πύργους, με τις φοβερές γύρα πολεμίστρες, με τα μυρωδάτα χόρτα που το πολιορκούν και το κυριεύουν-την κάππαρη, το φλισκούνι, τη θρούμπα. Άλλοτε έκαναν έφοδο στο κάστρο τούτο οι Ρωμαίοι, οι Σαρακηνοί, οι Σλάβοι, οι Φράγκοι, οι Τούρκοι. Τώρα όλοι τούτοι οι εφήμεροι επιδρομείς αφανίστηκαν, κι απόμειναν οι νόμιμοι κάτοχοι-η κάππαρη, το φλισκούνι, η θρούμπα. Στο βόρειο τοίχο έχουν χτίσει κομμάτια από αρχαίες κολόνες. Εδώ, στην ακρόπολη τούτη, στέκουνταν μια φορά κι έναν καιρό ο ναός της Λαφρίας Αρτέμιδος, που της πρόσφεραν κυνήγι και φρούτα.

Η πολιτεία απλώνεται κάτω γεμάτη πρασινάδα, με μεγάλους ίσκιους δρόμους, ως τη θάλασσα που γυαλίζει. Η μέρα είναι γλυκιά χινοπωριάτικη, ο ουρανός έχει ανάλαφρα θαμπωθεί και το πρωί είχαν πέσει λίγες στάλες. Τα φύλλα των δέντρων αρχίζουν να κοκκινίζουν, μερικά σταφύλια κρέμουνται ακόμα, μακρόρωγα, απάνω στις κληματαριές. Σε μιαν τέτοια χινοπωριάτικη μέρα, γεμάτη τρυφερότητα, έφτασε το μεγάλο ερωτικό ζευγάρι και πέρασε αλάκερο το χειμώνα στην Πάτρα-η Κλεοπάτρα κι ο Αντώνιος. Στους δρόμους τούτους κυκλοφορούσαν, αυτή σε ολόχρυσο φορείο που το βάσταζαν γιγάντιοι νέγροι, κι αυτός δίπλα της, στο άλογό του. Και μου φάνηκε πως άκουγα τα σαιξπήρεια λόγια τους, τρυφερά του ενός και ταπεινωμένα, παραπονιάρικα της άλλης κι όλο νάζι:

-Μακριά μου εσύ ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις·

αιωνιότητα έλαμπε, αχ! στα χείλια μας, στα μάτια,

και φώλιαζε ευτυχιά στα δοξαρόφρυδά μας…

Κι αυτός σήκωνε το χέρι του στον αγέρα και της ορκίζουνταν:

-Μα τη φωτιά που οργάει τη λασπουριά του Νείλου,

στρατιώτης σου και δούλος σου θα μείνω πάντα

σε ειρήνη και σε πόλεμο, ως ποθείς, κυρά μου!

Νίκος Καζαντζάκης, «Κορινθιακός», Ταξιδεύοντας: Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερουσαλήμ-Κύπρος-Ο Μοριάς, Αθήνα, εκδόσεις Καζαντζάκη, 1965, σσ. 201-202.