Λεμονοδάσος (απόσπασμα).
Ε, ήσυχα, Σαρή! Τι σ’ έπιασε; Είχα εμπιστοσύνη σ’ εσένα κι άφησα τα χαλινάρια χαλαρά. Μα εσύ καταχράστηκες την καλωσύνη μου — δεν πρέπει! Εγώ σε ξέρω γι’ αδελφάκι. Να, δες τα τριανταφυλλιά εκείνα συννεφάκια! Μαζί τους πετά η ψυχή μου. Τις τελευταίες μέρες είχα σκέψεις πονηρές και ίσως άδικες. Νομίζω, μάλιστα, πως τις έχω γράψει. Μα σήμερα η σκέψη μου και η ψυχή μου πετούν με τα τριανταφυλλένια συννεφάκια. Λες κι εκεί πάνω να γίνεται μια διαιώνιση του είδους; Τα τριανταφυλλένια συννεφάκια είναι τα νιόβγαλτα μωρά που έπειτα μεγαλώνουν, μεγαλώνουν, σμίγουμε μαζί, ξεσπούν σε πάθη και σε καταιγίδες. Εσύ όμως προτιμάς να βλέπεις μπρος και κάτω μη σκοντάψεις. Είσαι σοφός, Σαρή. Ε, πάλι τα ίδια! Τί τρέχει; Γι’ αυτήν εκεί τη φοραδίτσα είναι όλα τούτα; Εξήγησέ μου, αδελφάκι: καμιά προτίμηση δεν έχεις; Το χρώμα, η γυαλάδα της τρίχας; Όχι; Φτάνει να ’χει στρογγυλά καπούλια και να μυρίζει υγεία, ε; Είσαι σοφός, Σαρή. Είσαι σαν κάποιο βασιλιά που πρόσταζε: «Φέρτε μου όποια τύχει, φτάνει τα δόντια της να ’ναι γερά και να ’χει κάνει το λουτρό της».
Τρελαίνεσαι κι εσύ για κλείδωσες λεπτές; Υπάρχουν φοραδίτσες με χρυσοπράσινα μάτια; Είμαι κουτός, Σαρή. Σα να ’χομε παντοτινή αδυναμία για τα ίδια πράματα!
Μην είναι η έκφραση που μας τραβά; Μια κίνηση του κορμιού; Ένα τίναγμα του κεφαλιού περήφανο; Αδελφάκι, γιατί μια τέτοια περηφάνεια; Είναι παρθένες, θα μου πεις, για τούτο. Παίζει κανένα ρόλο αυτό το ζήτημα σε σας; Εγώ δεν ξέρω. Θα πατήσω για πρώτη φορά την άγνωστη γη. Λες ν’ ανταμώσω την απογοήτεψη;… Το μόνο που επιθυμώ, είναι να τις δαμάσω.
Μην τρέχεις! Ήσυχα! Εγώ φταίω. Δίχως να το θέλω, σε κέντρισα με τα σπιρούνια πιο βαθιά. Έλα λοιπόν, αφού το θες, ας τρέξομε λιγάκι, θα μας κάνει καλό και στους δυο. Εμπρός!… Να μια γούβα—χωπ! Να κι άλλη μια… Μπράβο, Σαρή.
Για δες τ’ αυτοκίνητα, κάτω στη δημοσιά. Ξέρεις σου έκανα κι εγώ κάποια μικρή απιστία κι αγόρασα μια τέτοια μηχανή. Μην τη ζηλεύεις όμως όταν την οδηγώ αυτή, έχω το κεφάλι μου αδειανό από σκέψεις. Δεν της κουβεντιάζω. Τα μυστικά μου όλα τα κρατώ για σένα.
Πού βρέθηκαν εδώ αυτές οι παρδαλές τσιγγάνες! Φαίνεται πως γνωρίζουνε γραμμή τα μυστικά μας. Κι όχι τα μυστικά μας μοναχά. Το μέλλον είν’ ένα βιβλίο ανοιχτό γι’ αυτές. Σα να λέμε, περιφερόμενα μαντεία των Δελφών. Τώρα που η ανθρωπότητα δεν καταφεύγει στα μαντεία, γεμίσανε οι δρόμοι από πεινασμένες Πυθίες! Δες πώς μας πήραν το κατόπι! Το μέλλον τρέχει πίσω μας αντί να πάει μπροστά κι εμείς ν’ ακολουθάμε.
Να, φωνάζουν να μας πουν την τύχη μας. Τι μας ενδιαφέρει, αδελφάκι! Θα τη ζήσομε που θα τη ζήσομε. Προτιμώ να ’χω τη συγκίνηση της έκπληξης. Φοβούμαι όμως πως η συγκίνηση θα ’ναι μια έκπληξη για μένα. Τι φωνάζουν; Ένα κορίτσι μ’ αγαπά; Εμπρός, Σαρή, δεν ξέρουνε τι λένε. Τι είδους αγάπη είν’ αυτή; Μονάχα ίσως μια επιθυμία, μια περιέργεια όπου τα πρόσωπα δεν παίζουνε κανένα ρόλο. Αυτό ’ναι η αγάπη; Και σένα σ’ αγαπώ, Σαρή.
Πού θες να πάμε και τραβάς το χαλινάρι σου λοξά; Σ’ εκείνα εκεί τα δέντρα πίσω από το λόφο με το εκκλησάκι; Όχι, Σαρή, τράβα ίσια. Να, φανήκανε τα πεύκα της Γλυφάδας… Για σκέψου, αδέλφι, λένε πως υπάρχει ένα δάσος γεμάτο από λεμονιές! Πηγαίνεις ώρες κι ώρες δίχως να βρίσκεις τέλος. Φαντάζομαι πόσο θα ’ναι μονότονο και πληχτικό. Πνιμένο μες στις μυρωδιές. Εσύ, ποια είν’ η μυρωδιά που προτιμάς; Της φοραδίτσας, ε; Όχι πάντα; Προτιμάς τη μυρωδιά του στάβλου. Έχεις δίκιο, αδελφάκι. Πάμε πίσω, λοιπόν. Και μην κοιτάζεις δεξιά-ζερβά. Τον ίσιο δρόμο που ξέρομε. Δε μας χρειάζονται περιπέτειες. Εμπρός, Σαρή, τράβα τον ίσιο δρόμο, στο στάβλο, στο στάβλο…
Πού οδηγά ο ίσιος δρόμος; Είναι ο δρόμος της αρετής; Όχι δα! Μάθαμε πως αυτός είναι ανώμαλος και σκολιός. Είναι ο δρόμος της σοφίας; Μπα!— το πολύ πολύ της καλοπέρασης και της αφροντισιάς. Μην είναι ο δρόμος της απωλείας; Σίγουρα της απωλείας του εγώ μας. Καθώς πηγαίνομε ανάλαφροι πάνω στον ίσιο δρόμο, νανουρίζεται κι αποκοιμιέται η ενεργητικότητά μας, παρασερνόμαστε ασυνείδητα προς κάποιο στάβλο, προς τις μικροσυνήθειες της καθημερινής ζωής. Τί ξενοιασιά, τί αναπαυτικά που είναι: Όλος ο κόσμος συμφωνεί σ’ αυτό.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η Λήδα μένει τώρα μονάχη. Κάποιο δειλινό σημαίνω στην πόρτα της, έτσι, στην τύχη. Μια ξεπεταχτή καμαριέρα με μπάζει στο μικρό σαλόνι.
Τη βρίσκω καθισμένη εκεί, πάνω σε μια ξύλινη ψηλή πολυθρόνα, άβολη σα δεσποτικό θρόνο. Δυο κύριοι της κρατούνε συντροφιά. Ο ένας είναι ο κύριος Σπάθης, γνωστός δικηγόρος και γνωστότερος ακόμη αισθητικός. Έχουν τις κριτικές του σε μεγάλη υπόληψη. Τον άλλο, το νεώτερο, μου τον σύστησε η Λήδα:
—Ο ποιητής μας Άντης Παλμύρας.
Ο κύριος Σπάθης με ρωτά:
—Τί γίνεται ο πατέρας σας; Έχω καιρό να τον δω. Να του πείτε πως μου λείπει πολύ.
Δε μου αρέσει το αυθεντικό ύφος του κυρίου Σπάθη. Ωστόσο του αποκρίνομαι ευγενικά πως ο πατέρας μου μιλά συχνά γι’ αυτόν.
—Λέει πως χρωστά πολλά στις συνομιλίες του μαζί σας και πως τον βοηθήσατε πολύ να βρει το δρόμο του.
Παίρνει δραματικό ύφος:
—Ω, Θεέ μου, παιδί μου! Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από τον ερασιτεχνισμό. Δεν είμαι παρά ένας ερασιτέχνης.
Μου αρχίζει ένα μάθημα — με κάποια ψεύτικη μετριοφροσύνη.
—Τίποτα δε γίνεται δίχως μελέτη και αφοσίωση στο έργο. Σκεφτείτε, ολόκληρη τη μέρα να κάθομαι σκυμένος πάνω σε νόμους και δικογραφίες, κι έπειτα, για να ξεκουραστώ — για διασκέδαση, ας πούμε — να παίζω με τις ιδέες, το ίδιο καθώς ένας άλλος παίζει χαρτιά ή μπιλιάρδο. Έχουν την καλωσύνη να λεν πως παίζω ευχάριστα, αυτό είν’ όλο…
Κάτι του αποκρίνεται ο ποιητής — μα εγώ πρόσεχα τη Λήδα. Φορεί μαύρο φουστάνι, κολλητό πάνω στο κορμί της, ο λαιμός κλειστός ως κάτω απ’ το πηγούνι. Τα μανίκια τελειώνουν μυτερά φτάνοντας ως την άκρη από τα δάχτυλα. Ένα μακρύ περιδέραιο από μαργαριτάρια της αυλάκωνε το στήθος, τόσο μακρύ, που, καθώς είναι καθισμένη, ο μεγάλος σταυρός που βρίσκεται στην άκρη κείτεται ξαπλωμένος πάνω στα γόνατά της, έτσι, σα μικρό σκυλάκι καλοαναθρεμμένο. Αλύγιστη, με τα μαλλιά της τεντωμένα πίσω, έχει στο παρουσιαστικό της κάτι το μοναστικό.
Η σκηνοθεσία της χωρισμένης που δεν πήρε ακόμη διαζύγιο;
Θέλω ν’ αρχίσω μαζί της ομιλία, μα εκείνη κρέμεται στα χείλια του αισθητικού.
Τον ακούω να λέει:
—Δεν καταδικάζω την τέχνη του καιρού μας, την εξηγώ. Δημιουργοί; Τρεις, τέσσερις, πέντε, δέκα το πολύ από τότε που ο κόσμος πήρε συνείδηση του εαυτού του. Το πνεύμα τους πλανιέται ακόμη πάνω από τη Γη σαν τους ατμούς της κοσμογονίας, μας επιβάλλει τη δημιουργία του. Το ανασαίνομε, το εμποτιζόμαστε, αφομοιώνομε το είναι μας μ’ εκείνο—κι έτσι νομίζομε τον εαυτό μας για δημιουργό ενώ δεν κάνομε άλλο από το ν’ αντιγράφομε. Η εποχή της ρουτίνας.
Εξωτερικεύω τη δυσαρέσκειά μου για τα λόγια του:
—Ξεχνάτε την προσπάθεια των νέων. Περιμένετε λιγάκι! Εκτός αν κρίνετε πως η προσπάθειά μας πάει στα χαμένα.
Χαμογελά με συγκατάβαση:
—Καμιά προσπάθεια δεν πάει στα χαμένα—ακόμη κι αν χρησιμεύει μόνο για να σκοτώνομε την ανία μας. Διαφορετικά, κάποιο καλό πρωί ο κόσμος θα πέθαινε από ανία, φίλε μου.
—Είναι απελπιστικό, ψιθύρισε η Λήδα. Ευτυχώς μας απομέν’ η ηδονή… Τα πνίγει όλα.
Τα μακριά της δάχτυλα παίζουν με τον κοκκάλινο Εσταυρωμένο.
Μοιάζει με καλογριά του μεσαίωνα κυριεμένη από το σατανά. Θα ’πρεπε να τη βασανίσουν, να την κάψουν ζωντανή…
Πόσο διαφορετική από τις αγνές ιέρειες της Αφροδίτης. Η θεϊκή τους αγκαλιά είναι μια δύναμη της φύσης που φέρνει σ’ έκσταση εκατοστές κι εκατοστές ανθρώπων. Ποιa γυναίκα με υπόληψη μπορεί να καυκηστεί το ίδιο;
Θυμούμαι κάποιο στενό δρομάκι με παλιά σπιτάκια, τα πρώτα χρόνια του γυμνάσιου. Οι πόρτες και τα παράθυρα κλειστά ολημερίς. Οι μεγάλοι του σχολείου μας λέγαν πως ανοίγουν μονάχα τη νύχτα. Όταν περνούσα μπρος από τα κλειστά παραθυρόφυλλα, κρατούσα την ανάσα μου, χτυπούσε η καρδιά μου, σα λίγο φοβισμένος, περίεργος για το μυστήριο που μόλις το διάβλεπε η απειρία μου. Το ίδιο συναίσθημα που είχα πάνω-κάτω σαν αντίκριζα τα πολύχρωμα τζάμια του Ιερού, πίσω από κάποιο εκκλησάκι, την ώρα του εσπερινού…
Μια μέρα στο στενό δρομάκο, είδα να μισανοίγει κάποιο παραθυρόφυλλο. Ένα παχουλό χεράκι, το αφράτο στήθος, μια σκούρα χώριση καταμεσής. Η καρδιά μου σκίρτησε—α, ν’ ακουμπούσα το μάγουλό μου πάνω στο λευκό στήθος, πάνω στο αχνό χεράκι, έτσι για ώρα, με τα μάτια μου κλειστά… Μα δε σώναν τα λεφτά μου για να πληρώσω μια τόσο μεγάλη ευτυχία.
Ο νους μου πάει στην Γκάμπυ—στην προχθεσινή μου πείρα—και κουνώ το κεφάλι με σκεπτικισμό. Μια ερώτηση μου έρχεται στα χείλια, τη βρίσκω γελοία, μα δεν μπορώ να τη συγκρατήσω.
—Και η αγάπη; ρώτησα δειλά.
Ο κύριος Σπάθης με κοιτάζει με συγκίνηση:
—Αυτό είναι κάτι που δεν εξηγιέται. Μιαν αποκάλυψη που έρχεται με τον καιρό της μόνο στους εκλεκτούς. Μια επιφοίτηση, ένα χρίσμα. Η θεία χάρη που φέρνει το χαμόγελο της έκστασης πάνω στα χείλια των μαρτύρων. Μια πίστη που σώζει.
Τα μάτια της Λήδας ανοιγοκλείνουνε σπασμωδικά. Γιατί μελαγχολούμε και οι τέσσερις μες στο μικρό σαλόνι; Αγάπη, σημαίνει τη χαρά, το θρίαμβο που δίνουν οι αισθήσεις. Ή μήπως είναι ο θρίαμβος μιας άυλης διάθεσης πάνω σ’ αυτές;
Ένα φως ωμό πέφτει από το ταβάνι. Ακούω τη φωνή της Λήδας.
—Κύριε Αποστόλου, σημάνετε παρακαλώ, εκεί, στον τοίχο, δυο φορές.
Η καμαριέρα φέρνει τα διάφανα σύνεργα της μαστίχας. Καθώς τα δάχτυλα της Λήδας μετακινούν τα κρύσταλλα πάνω στον ασημένιο δίσκο, ξεπετούνε χίλιες φωτιές μέσα σ’ έναν καθάριο ήχο.
—Τα νιάτα! λέει ο κύριος Σπάθης. Εμπρός λοιπόν, εσείς οι νέοι! Μη χασομεράτε! Εγώ κατάντησα μια άρνηση (σ’ αυτό, δεν έχω λόγο να μη συμφωνώ μαζί του). Ζηλεύω το φίλο μας εδώ, τον κύριο Παλμύρα. Να ένας ποιητής, ένας δημιουργός! Τραγουδήστε τη χαρά! Κάνετε γρήγορα, φίλε μου, πριν σας προλάβουνε τα χρόνια. Τότε θα καταντήσετε κι εσείς ένας γκρινιάρης φιλόσοφος, όπως οι ηλικιωμένοι συνάδελφοί σας. Είναι η τύχη των ποιητών. Θα γράφετε αποφθέγματα σε στίχους, φιλοσοφία σε στίχους, ιστορία σε στίχους. Τραγουδήστε τη χαρά!…
Ο ποιητής σηκώθηκε υπέροχος κι ακούμπησε το μπράτσο του στο τζάκι. Ένα μούτρο λιγδερό και χαλκοπράσινο. Πάνω από τα υγρά του χείλια το λεπτό μαύρο μουστάκι γέρνει στις δυο άκριες.
—Εμείς οι νέοι, λέει, δε δίνομε σημασία στη φόρμα. Το άπαντο είναι η ιδέα.
Το άπαντο είναι η ιδέα… Κάποιο τέρας απρόσωπο με όργανα ατροφικά που ένας υπερτροφικός εγκέφαλος γεμάτος παραισθήσεις του ερεθίζει μοναχά τη φαντασία.
Φοβούμαι πως θ’ αρχίσει ν’ απαγγέλλει στίχους. Φαίνεται και ο κύριος Σπάθης φοβήθηκε το ίδιο και με ρωτάει γρήγορα, για να προλάβει:
—Σε τι καταγίνεστε τώρα; Νομίζω συνεργάζεστε με τον πατέρα σας.
Του εξηγώ πως μας έχουν αναθέσει την επισκευή της εκκλησιάς του Δαφνιού. Ο πατέρας μου εμπιστεύτηκε να παρακολουθώ τη συμπλήρωση των μωσαϊκών που είναι κατεστραμμένα σε πολλές μεριές. Μα τι τα θέλετε, του λέω, δεν μπορώ ν’ αγαπήσω αυτές τις ασκητικές και αυστηρές μορφές.
—Βάλαμε σκαλωσιές ως πάνω, στο θόλο, εκεί που βρίσκεται το μωσαϊκό του Παντοκράτορα. Πριν αρχίσω την εργασία, έμεινα εκεί ώρες ολόκληρες, μονάχος, με τον εαυτό μου, προσπάθησα να καταλάβω. Άδικα όμως.
Αλήθεια, ένιωσα μόνο ένα ενδιαφέρον αρχαιολογικό. Δεν μπορώ να προσωποποιήσω έτσι το Θεό μου συνοφρυωμένο κι εκδικητικό. Μέσα στο δεξί μάτι του Παντοκράτορα βρήκα μπηγμένη την αιχμή από ένα βέλος. Βέβαια ένα βέλος σαρακηνό ή κάποιου σταυροφόρου. Δοκίμασα τη χαρά του συλλέχτη που αποχτά ένα πολύτιμο κομμάτι. Δε θα ’πρεπε να φρίξω για την ιεροσυλία;
Τους μίλησα για το εύρημά μου.
—Το φυλάξατε; με ρωτά η Λήδα.
—Ναι, της λέω, το ’βαλα στη συλλογή μου.
Ο κύριος Σπάθης θέλει να τα ξέρει όλα. Θ’ αναστηλώσομε και το μοναστήρι;
Όχι προς το παρόν, του αποκρίνομαι. Φαίνεται πως δεν αρκούν τα χρήματα.
Παρακολουθώ τη Λήδα καθώς γεμίζει πάλι τα ποτήρια… Ναι, θα ’πρεπε να αρχίσομε την αναστήλωση από το μοναστήρι. Δουλεύοντας κάτω από τους χαμηλούς θόλους του κοινόβιου καθώς και μες στα σκοτεινά κελιά, θα πλησιάζαμε ίσως τη νοοτροπία των πολεμιστών καλόγερων, θα φτάναμε να νιώσομε το συνοφρυωμένο Παντοκράτορα.
Λέω φωναχτά:
—Για μια τέτοια εργασία, θα ’πρεπε να κλειστεί κανένας μέσα στον εαυτό του, καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο…
—Είστε μυστικιστής, είπε η Λήδα κοιτάζοντάς με κατάματα.
Δεν μπορώ να υποφέρω τη φλόγα των ματιών της.
—Το Δαφνί είναι ένα πέτρινο ποίημα, λέει ο κύριος Σπάθης.
—Μια πέτρινη προσευχή που δε με συγκινεί. Οι χριστιανικές κολόνες δεν έχουν τις ραβδώσεις που οδηγούν τη σκέψη μας ψηλά, προς κάτι θεϊκό.
Κάθε χριστιανική πέτρα, μου αποκρίνεται η Λήδα, την έχουν λειάνει μυστικές γονυκλισίες, την πότισαν τα δάκρυα του ανεκπλήρωτου πόθου. Λείπει από σας η πίστη που οδηγάει την καρδιά και τις αισθήσεις.
—Δεν είμαι μυστικιστής, της λέω. Κάθε άλλο. Κοιτάζω να κάνω τη δουλειά μου ευσυνείδητα.
—Έχετε δίκιο, του λείπει η πίστη, επανάλαβε γελώντας και ο κύριος Σπάθης. Καταλαβαίνω για ποιου είδους πίστη θέλετε να πείτε… Ωστόσο, αυτοί που έχτισαν την εκκλησιά, καθώς κι άλλοι που συναρμολόγησαν τα πετραδάκια των ψηφιδωτών, δεν ένιωθαν ούτε από επιστήμη ούτε από καλλιτεχνία. Τεχνίτες αγράμματοι—που όμως πίστευαν πως εχτελούνε κάποιο άγιο σκοπό. Δε συζητώ αν ήταν άγιος ο σκοπός ή όχι. Όπως κι αν είναι, τον άγιασαν οι ταπεινοί αυτοί τεχνίτες εμποτίζοντας τις πέτρες με την ίδια τους την πίστη.
Η Λήδα με ρωτά αν είναι βέβαιο πως το μοναστήρι ήταν αντρικό. Πως είναι αποδειγμένο ιστορικά, της λέω.
—Α, η ιστορία!…
Σήκωσε τους ώμους της περιφρονητικά:
—Η ιστορία γράφεται για τα μικρά παιδιά που πηγαίνουν σχολείο.
Άπλωσε το χέρι της σα να ορκιζόταν:
—Μπορώ να βεβαιώσω πως ήταν γυναίκειο μοναστήρι. Κι ακόμη πως πατήθηκε σε κάποια επιδρομή απ’ τους Σαρακηνούς, μες στα μεσάνυχτα.
Κι έτσι, σοβαρά, πλάθει πάλι κάποια ιστορία κατά το δικό της τρόπο, ανακατώνοντας καλόγριες και Σαρακηνούς, μια σκηνή ομαδικού βιασμού πάνω στις πλάκες των κελιών… Το πρωί, σαν είχαν ξεμακρύνει πια οι πολεμιστές με τις αστραφτερές πανοπλίες, η ηγουμένη κατήχησε τις καλόγριες πως ήταν άγγελοι σταλμένοι από τον ουρανό για να τους δώσουν να γευθούν, εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο, την παραδείσια ηδονή. Και αν προσεύχουνται μ’ ευλάβεια, θα ξανακατεβούν οι άγγελοι με τα χρυσά φτερά. Το Δαφνί έγινε από τότε το πιο ευλαβικό μοναστήρι. Και οι καλόγριες ψέλνανε σε ολονυχτίες: «Ιδού, ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…»
—Η πίστη οδηγάει την καρδιά και τις αισθήσεις, τέλειωσε την ιστορία της η Λήδα.
Ο κύριος Σπάθης την κοιτάζει με θαυμασμό.
—Έχετε τη διαίσθηση των πραγμάτων, ορισμένων πραγμάτων τουλάχιστον. Στα μέσα του περασμένου αιώνα, που είχε πια εγκαταλειφθεί το μοναστήρι, εγκαταστάθηκαν εκεί κάτι γυναίκες—πώς να τις πούμε—ελεύθερων ηθών. Ένα τάγμα ανοχής, αν προτιμάτε. Και μη ξεχνάτε πως ο αρχιληστής Νταβέλης με τα παληκάρια του είχαν στήσει τα λημέρια τους εκεί τριγύρω. Ώστε η σκηνή που φανταστήκατε και περιγράψατε τόσο ζωντανά, δεν αποκλείεται να συνέβηκε. Εκτός απ’ το μυστικισμό, εννοείται.
—Μη μου το καταστρέφετε. Τι απομένει δίχως το μυστικισμό:
Στράφηκε σ’ εμένα:
—Πρέπει να κάνομε μια εκδρομή ως το Δαφνί. Σύμφωνοι όλοι; Κύριε Αποστόλου, να περάσετε να μας πάρετε με το αυτοκίνητο από δω, μεθαύριο, την Πέμπτη, κατά τις πέντε το απόγεμα. Σύμφωνοι;
Σύμφωνοι όλοι. Βρίσκομαι σε μια κατάσταση ερεθισμού, που γίνεται πιο έντονη όσο βλέπω την ηρεμία που ξαναβρήκε η Λήδα. Μόνο τα μακριά της δάχτυλα τυραννούν το λευκό εσταυρωμένο που κείτεται αδιάφορος πάνω στα γόνατά της. Εύχομαι να φύγουν γρήγορα οι άλλοι δυο, να μείνω μόνος με τη Λήδα. Ένας θηριοδαμαστής που μπαίνει στο κλουβί της τίγρης με το μαστίγιο στο χέρι—σαν κάτι τέτοιο βλέπω τον εαυτό μου. Γλείφω τα χείλια μου και περιμένω.
Μα ο κύριος Σπάθης δεν τέλειωσε ακόμη.
—Να πείτε στον πατέρα σας να ενεργήσει ν’ αρχίσουν και ανασκαφές στην εκκλησία καθώς και μες στο μοναστήρι. Ίσως ανακαλυφθούν οι τάφοι των Φράγκων δουκών που το κατέχαν τόσα χρόνια. Εκεί θάφτηκε ο τελευταίος δούκας της Αθήνας, ο Γκυ. Πέθανε πολύ νέος, καθώς γράφουν τα χρονικά, όχι τόσο από τις κακουχίες του πολέμου όσο από τις καταχρήσεις. Εκεί απομείναν και τα κόκαλα της δούκισσας Μαώ. Όταν πέθανε ο άντρας της, ήταν εκείνη κοριτσάκι ακόμα, κι έτσι ο γάμος δεν πρόφτασε να συντελεστεί.
—Καημένη Μαώ… Μικρή μου Μαώ, μικρή μου Μαώ…
—Μην ανησυχείτε κυρία μου. Κάλεσε κοντά της τον εξάδελφό της, τον κόντε του Αινώ, γιατί, καθώς λένε τα χρονικά, «είχε την ανάγκη του».
—Πρέπει να πάμε δίχως άλλο.
Έσφιξε τα μηλίγγια της μέσα στις απαλάμες και σηκώθηκε.
—Φέρατε τη δικογραφία μου, κύριε Σπάθη;
Πρέπει λοιπόν να φύγω. Καθώς πιάνω το χέρι του Παλμύρα, μου φαίνεται σα ν’ άγγιξα ένα γυμνό σαλίγκαρο.
Η Λήδα με συνοδεύει στο χωλ.
—Καλύτερα ελάτε στις τέσσερις, μου λέει δίνοντας το χέρι. Στις πέντε είναι λίγο αργά—δεν είναι;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αν λειτουργούσε το μνημονικό έτσι που ν’ ανοιγόκλεινε κατά τη θέλησή μας πάνω στα γεγονότα της ζωής, θα τριπλοκλείδωνα τη σημερινή μέρα μέσα στα έγκατα της λησμοσύνης.
Μ’ αυτό το μέσο ίσως, λησμονώντας τελειωτικά τα περασμένα, θα μπορούσα να ξανανεωθώ σ’ έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Η μολυσμένη ανάμνηση που μένει από κάποιο γεγονός ή από κάποια πράξη μου—για όλ’ αυτά που μετανιώνω τώρα ειλικρινά—μου δηλητηριάζει την ψυχή κι όλο βαραίνει πάνω στην προσπάθειά μου να ελευθερωθώ απ’ τον κλοιό του πονηρού.
Ποθώ να ζήσω μια ζωή απλή, αφοσιωμένη στο καλό και στην εργασία, μακριά από κάθε ποταπή επιθυμία. Νιώθω κάτι αδειανό μες στην ψυχή και λαχταρώ να το γεμίσω με τρυφερότητα κι αγάπη. Μου έρχεται σα μια διάθεση να κλάψω. Βλέπω την ευτυχία να λάμπει μέσα στο χρυσοπράσινο φωτοστέφανο της ελπίδας, μα ο νους μου δεν κατορθώνει να τη συλλάβει απέριττη και αγνή. Τον παρενοχλούν οι σιχαμερές αναμνήσεις και το τσούξιμο της πληγής του χεριού μου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μόλις φτάνω με το αυτοκίνητο, ανοίγει η πόρτα και η Λήδα κατεβαίνει τα σκαλοπάτια βιαστικά.
—Πού είναι οι άλλοι; τη ρωτώ.
—Πώς θέλετε να ξέρω! μου αποκρίνεται νευριασμένα. Μια και δεν ήρθαν στη σωστή ώρα, μπορούμε να πηγαίνομε.
—Μήπως ξεχάσατε να τους πείτε πως αλλάξαμε την ώρα;
—Τί ιδέα!
Χώθηκε γρήγορα-γρήγορα στο πλάι μου… Κατεβαίνομε το Κολωνάκι, περνούμε την οδό Ακαδημίας, φτάνομε στην Ομόνοια. Σ’ ένα λεπτό, ο Ταύρος του Κεραμικού μας φοβερίζει πάνω από το ψηλό του βάθρο. Στρίβω, περνούμε τη λεωφόρο του Βοτανικού και ξεχυνόμαστε στην πεδιάδα. Να ο ελαιώνας με τ’ ασημένια φύλλα του που λαμπυρίζουνε στον ήλιο. Δεξιά μας κοκκινίζει ο Κολωνός από τις ανεμώνες.
Σαν αστραπή περνάει στο νου μου το δράμα του τυφλού οδοιπόρου.
… Ένθ’ α λίγεια μινύρεται αηδών
Η ατμόσφαιρα είναι πλυμένη από τις τελευταίες βροχές. Έχει μια κρυσταλλένια διαφάνεια ως πέρα—ν’ άπλωνα μοναχά το χέρι, θ’ άγγιζα τον ορίζοντα. Μόλις μπορώ και συγκρατώ τη μηχανή που ορμάει μεθυσμένη από καθαρό αέρα.
Η Ιερά Οδός. Κάπου εδώ βρισκότανε το ιερό της Πυθιονίκης, της θεϊκής εταίρας. Παντού τριγύρω μας οι ανεμώνες, το άλικο αίμα του Άδωνι. Άδωνι, Άδωνι, Ίακχε, Βάκχε…
Ο Αιγάλεως πάνω από μια στενή ρεματιά. Ψηλά, θροΐζουνε τα πεύκα, τα κυπαρίσσια ρίχνουν τη γαλήνη τους. Να η πεδιάδα πάλι. Γυρίζω να δω πίσω μου. Η Αθήνα χάθηκε. Τρέχομε ολοένα μέσα σε καμπύλες πλαισιωμένες από μυρτιές και αλόες. Στις πλαγιές του Αιγάλεω ανεμίζουνε τα πεύκα στο φύσημα του ζέφυρου, ρίχνοντας αεικίνητες σκιές πάνω στην κόκκινη πυραχτωμένη γη.
Φάνηκαν τα ψηλά τείχη του περίβολου. Να προσπεράσω δίχως να σταθώ; ακόμα λίγο θα προβάλ’ η θάλασσα—κι εκεί, στο βάθος, η Σαλαμίνια δόξα. Και πιο μακριά, θαρρώ πως ξεχωρίζω κιόλα τον κουρνιαχτό που σήκωσε στη δημοσιά η ιερή πομπή από την Ελευσίνα…
Το χέρι της Λήδας με σταματά. Στρίβω αριστερά—κι έτσι τελείωσε η φαντασμαγορία.
Κατεβαίνομε μπροστά σε κάποια χαμηλή πορτούλα, κι όπως τη διασκελίζομε αφήνω πίσω το χαρούμενο φως της αρχαίας Ελλάδας και κατεβαίνω στο σκοτάδι του μεσαίωνα.
Η μεγάλη χορταριασμένη αυλή. Στο βάθος, το χτίριο του κοινόβιου με τις βαριές αψίδες. Οι κολόνες της στοάς, χωσμένες μες στη γη ως πάνω, κοντά ως τα κιονόκρανα, δίνουν την εντύπωση πως χώνουνται κάθε στιγμή και πιο βαθιά, πως δε θ’ αργήσει να καταπιεί ολόκληρο το χτίριο η γη. Φωνάζουμε βοήθεια καθώς βουλιάζουν.
Η εκκλησιά ορθώνεται πάνω στο ζαφειρένιο ουρανό, μετέωρη, σαν ύψωση σε λειτουργία, κάλυκας χρυσός ανάμεσα σε δυο σβησμένες μαύρες λαμπάδες—τα δυο ψηλά ξεγυμνωμένα κυπαρίσσια.
Ανεβαίνομε τα σκαλιά του πρόναου. Εκεί πλάι χάσκουνε ανοιχτές δυο σαρκοφάγοι, σαν κόκαλα που ασπρίζουνε στον ήλιο. Είμαι πια εξοικειωμένος στην αποσύνθεση αυτή: ένα περιβάλλον που κάθε μέρα πεθαίνει και λίγο πιο πολύ.
Στο πλευρό μου, η Λήδα προχωρεί σιωπηλή, ανησυχητική. Μου άγγιξε το μπράτσο για να σταθώ. Κάθισε πλάι στη σαρκοφάγο, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Τη βλέπω ν’ ακουμπά το μάγουλο πάνω στο λείο μάρμαρο, τα χείλια της έχουν μια κίνηση όπως να το χαδεύουνε, να το φιλούν. Πάλι σκέφτομαι σαν πόσα πράματα ν’ αγγίξανε αυτά τα χείλια…
Όταν σηκώθηκε, τα μάτια της ήταν υγρά, δεν ξέρω πού ν’ αποδώσω τη συγκίνησή της. Ίσως κι αυτή, αν μπορούσε να κλειδώσει κάποιες της αναμνήσεις μέσα στα έγκατα της λησμονιάς…
Κάτι ψιθυρίζει, μόλις ακούεται η φωνή της:
—Η περιπέτεια της ζωής θα τελειώσει κάποια μέρα.
Είναι μια ελπίδα ή ένα παράπονο; Ελπίζει και σε κάτι άλλο πέρ’ από τη ζωή αυτή;… Πέρασε το μπράτσο της στο δικό μου, σα να μου φαίνεται πως τρέμει καθώς χωνόμαστε μέσα στη σιγαλιά της εκκλησιάς. Νιώθω την επιταχτική ανάγκη ν’ ακούσω τη φωνή μου και μιλώ της Λήδας:
—Οι σκαλωσιές εμποδίζουν να θαυμάσετε τα ψηφιδωτά.
—Δεν πειράζει, ας προχωρήσομε, μου αποκρίνεται.
Σταματώ κάτω από το μεγάλο τρούλο και αρχίζω να της εξηγώ την ιστορία—περισσότερο το θρύλο—του Δαφνιού, δεκάξι αιώνες πίσω. Ένα παρελθόν σκοτεινό, χαμένο στα βάθη των αιώνων. Οι σφριγηλές μορφές των Γότθων που ρήμαξαν τον τόπο ανακατώνουνται με τα χλωμά πρόσωπα των Βυζαντινών καλόγερων. Πόλεμοι, καταστροφές. Έπειτα, οι φανατισμένοι σταυροφόροι…
Το μπράτσο της Λήδας τρέμει πιο έντονα. Δεν προσέχει τα λόγια μου. Έχει τα μάτια καρφωμένα στην Ωραία Πύλη που ανοίγεται αντίκρυ.
Σφίχτηκε περισσότερο κοντά μου.
—Πάμ’ εκεί μέσα, μου λέει σιγανά.
Το ιερό είναι γυμνό, βυθισμένο στο μισόφωτο. Τα βήματά μας ακούγονται ακόμη πιο μοναχικά. Πλάι εκεί, μέσ’ από μια πόρτα χαμηλή, ο βαθύς ίσκιος κάποιου παρεκκλησιού. Η Λήδα με παρασέρνει προς το παρεκκλήσι. Σκέφτομαι ν’ αρνηθώ να μπούμε, ν’ αντισταθώ στην έλξη που παράλυσε τη θέλησή μου, μα βρίσκω πως η στάση μου αυτή θα ’ταν γελοία. Το φως μπαίνει αχνόθαμπο από ένα μικρό φεγγίτη… Κρεμάστηκε πάνω μου, γέρνει το κεφάλι πίσω έτοιμη ν’ αφηστεί, να πέσει. Νιώθω ψηλαφητά τις στρογγυλότητες του στήθους της, ένα-ένα τα πλευρά της κάτω από τα δάχτυλά μου. Το κορμί της αναδεύει ένας κραδασμός. Κάτω από το πρόσωπό μου το δικό της, οι κόρες των ματιών εκστατικές, τα χείλια μισανοιχτά να προκαλούν. Σκύβω και τα δαγκώνω. Γέρνει ολοένα πίσω, με παρασέρνει χάμω, στο πλακόστρωτο…
—Κύριε Παύλο, λέει ο επιστάτης, είδα το αυτοκίνητό σας έξω, κατάλαβα πως ήρθατε και σας έψαχνα. Ο μάστορης είπε να σας ειδοποιήσω πως δυο αγκωνάρια, στο νάρθηκα, ψηλά, είν’ έτοιμα να πέσουν. Μπορεί να γίνει και δυστύχημα…
Τώρα το αυτοκίνητο τρέχει προς την Αθήνα. Δεν ανταλλάξαμε λέξη. Ένας τόνος σκοτεινός θαμπώνει όλα τα χρώματα, μόνο μακριά ο Παρθενώνας χρυσίζει μες στο δειλινό πάνω στο βάθος του μενεξεδένιου Υμηττού.
Περνούμε το Βοτανικό, αρχίζει ο θόρυβος της πόλης. Ακούω πλάι μου τη φωνή της Λήδας:
—Θέλω να σας ζητήσω μια χάρη.
Ο πληθυντικός αυτός με παραξένεψε ύστερ’ απ’ ό,τι συνέβηκε.
—Θέλετε να μου χαρίσετε την αιχμή που βρήκατε;
—Πως, μ’ ευχαρίστηση, αποκρίνομαι. Θα σας τη φέρω κάποια μέρα.
—Δεν μπορούμε να περάσομε τώρα να την πάρομε;
Μια στιγμή δισταγμού.
—Την έχω στη γκαρσονιέρα μου.
—Πάμε να μου τη δώσετε, επιμένει εκείνη.
Χαμογελώ με αυτοπεποίθηση. Το αυτοκίνητο στριφογυρίζει μέσα στα στενά δρομάκια της Πλάκας και σταματά μπροστά στην πόρτα κάποιου ισόγειου.
… Η Λήδα, μέσα στο μοναχικό δωμάτιο, κοιτάζει τριγύρω μ’ ερευνητική ματιά το καταφύγιο της μοναξιάς μου. Σε μια γωνιά το ντιβάνι και πάνω από κει, στο ράφι, αραδιασμένα παλιά πιάτα και κανάτια ροδίτικα. Αντίκρυ, μια χαμηλή βιβλιοθήκη κι ένα χωριάτικο τζάκι. Στους ασβεστωμένους τοίχους, χαλκογραφίες: ο Παρθενώνας μετά τη βροχή και μερικά κεφάλια αλόγων.
Τη βλέπω που περιεργάζεται τις χαλκογραφίες και καραδοκώ με το ύφος ανθρώπου βέβαιου για τον εαυτό του και για το τί πρόκειται ν’ ακολουθήσει.
—Τη βρήκατε; με ρωτά με ήσυχη φωνή, δίχως να γυρίσει το κεφάλι.
—Ποια;
—Την αιχμή, το βέλος.
Πώς, έχει το νου της πάντα σ’ αυτό! Με στενοχωρεί και ο πληθυντικός.
—Καθίστε στο ντιβάνι, της λέω, καπνίστε ωστόσο ένα τσιγαράκι.
Κάθομαι πλάι της και της ανάβω το τσιγάρο.
—Δόστε μου να τραβήξω μια ρουφηξιά, την παρακάλεσα.
—Τι παιδί που είστε!
Της σφίγγω τη μέση.
—Όχι, όχι! φωνάζει και θέλει να ξεφύγει.
Προσπαθεί ν’ απαλλαχτεί, μα εγώ τη σφίγγω με λύσσα.
—Όχι εδώ, όχι εδώ! φωνάζει πάλι και παλεύει απελπισμένα.
Τη στιγμή που θριαμβεύω, νιώθω ένα δυνατό πόνο στο χέρι και πετιέμαι ορθός. Με το τσιγάρο της μου έχει κάψει τον καρπό σε βαθμό που μυρίζει τσίκνα από καμένη σάρκα.
Σηκώνεται κι εκείνη βιαστικά κι ανοίγει την πόρτα.
—Δε με κατάλαβες, αγάπη μου… Δεν με κατάλαβες…
Η φωνή της είναι παρακαλεστική και το φτωχό της πρόσωπο—ναι, τέτοια εντύπωση μου κάνει—το φτωχό της πρόσωπο έχει μια πονεμένη έκφραση.
—Όχι εδώ, αγάπη μου. Άκουσε, Παύλο, μεθαύριο το Σάββατο, στις πέντε, να με περιμένεις στο Δαφνί. Θα ’ρθω να σε βρω… εκεί… στο ίδιο μέρος. Φρόντισε μόνο να ’μαστε μοναχοί, ολομόναχοι—καταλαβαίνεις;…
Το φτωχό της πρόσωπο κάνει ένα μορφασμό σα χαμογέλιο. Έπειτα φεύγει με ήσυχη περπατησιά.
Στέκομαι και τη βλέπω με σφιγμένα δόντια. Ακούω την εξώπορτα να κλείνει.
Ω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω… Δεν είν’ αυτό επιθυμία, ούτε καν ασέλγεια. Ένα δαιμόνιο έχει μέσα της. Να την βασανίσουν, να την κάψουν ζωντανή… ζωντανή…
Η πληγή του χεριού μου με τσούζει. Τη δροσίζω με λίγο νερό. Πηγαινοέρχομαι πεισματωμένος μέσα στο δωμάτιο μιλώντας με τον εαυτό μου. Κάτι πρέπει να κάνω…
Τη φαντάζομαι ζευγαρωμένη μ’ ένα πλάσμα που να της ταιριάζει, μ’ ένα ον σιχαμερό, κάτι σα λιγδερό ερπετό.
Κάθομαι και της γράφω:
«Αγαπητή κυρία, λυπούμαι που δεν είμ’ ελεύθερος το Σάββατο. Σίγουρα θα βρείτε κάποια καλύτερη συντροφιά. Είμαι βέβαιος πως ο κύριος Παλμύρας θα ευχαριστηθεί πολύ να σας συνοδέψει».
Πηγαίνοντας στο σπίτι, ρίχνω το γράμμα στο ταχυδρομείο. Η πληγή του χεριού μου μ’ ενοχλεί. Η ελπίδα με κοιτάζει με τα χρυσοπράσινά της μάτια. Πραγματικά δεν είμ’ ελεύθερος το Σάββατο. Υποσχέθηκα να πάω στον Πόρο.
Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος, Αθήνα, Εκδ. Καραβία 19674, σ.66-84.