Γιώργου Σεφέρη, Μέρες Δ΄ (αποσπάσματα)
Τρίτη, 11 Φεβρουαρίου [1941]. Απόγεμα [Αθήνα]
Στο τραπέζι το μεσημέρι η Σοφία Μαυρογορδάτου και η Μαρώ. Μιλούμε για τον πόλεμο. Και οι δυο τους βλέπουν από κοντά τον πόνο του πολέμου. Ο πόνος, η φρίκη και το μεγαλείο έχουνε τώρα βολευτεί κοντά μας, στα σπίτια μας, στην καθημερινή ζωή, σαν κατοικίδια. Τα συνηθίζουμε ανεπαίσθητα. Κάποτε έρχουνται και τρίβουν τα ρουθούνια τους στα γόνατά μας, στα χέρια μας. Και τότε καταλαβαίνουμε.
Η Μαρώ έβαλε την άσπρη της μπλούζα κι έφυγε για το νοσοκομείο. Μιλά για τους λαβωμένους της σα να ήταν τα άρρωστα παιδιά της. Προχτές: «Μου πέθαναν δυο.» Σήμερα: «Πρέπει να φύγω νωρίς· ο γιατρός είπε πως ο Μιχάλης θα πεθάνει. Του έκαναν μετάγγιση, αλλά δεν αντέχει πια. Όλοι τον συμπαθούν στο θάλαμο. Έχει κάτι μεγάλα ματοτσίνορα και ο πυρετός δε σταματά: 39-40. Όλο ψιθυρίζει: "Για την πατρίδα!... για την πατρίδα!..."».
Με τρελαίνει η απόγνωση όταν στοχάζομαι κι αναρωτιέμαι τι αισθάνεται ψιθυρίζοντας αυτά τα λόγια τούτο το παιδί μέσα στο παραμιλητό της θέρμης· ποιες εικόνες αυλακώνουν το μυαλό του. Πεθαίνει για μιαν ιδέα, όπως θα πέθαινα λ.χ. εγώ για μιαν ιδέα; Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ που δεν καταλαβαίνω· όπως η φωνή της μοίρας μέσα σε μια τραγωδία.
Αυτό το δέντρο με τα κλαδιά που σπάζουν και που ματώνουν
εσείς κι εγώ: είμαστε όλοι μαζί αυτό το δέντρο
κι ο άνεμος φυσά κουρελιάζοντας ένα χρώμα ρόδινης καταχνιάς.
Ό,τι μου πείτε το λέω κι ό,τι γυρέψετε το γυρεύω
με το μαρτύριο της σάρκας και τα παγωμένα δάχτυλα στη σκέψη
και φτερουγίσματα πουλιών που δε γνωρίσαμε ποτέ
παίζοντας παίζοντας παίζοντας μέσα στο αίμα.
Και ο θάνατος
—πόσο παράξενο— που χρόνια κάθουνταν σ' ένα σκαμνί κοντά μου
έγινε στάχτη, έγινε καταχνιά, και καταργήθηκε.
Αηδία ολοένα που δυναμώνει για τα «μετόπισθεν».
σ. 22-23
* * *
Τετάρτη, 26 Φεβρουαρίου [1941, Αθήνα]
[...]
Η Μαρώ, το βράδυ, μου διηγείται πως συνόδεψε έναν τραυματία, που αγιάτρευτος ακόμη, έφυγε βαριεστημένος από το νοσοκομείο και πήρε τους δρόμους για το σπίτι του. Προσπαθούσε να τον βαστάξει για να μην πέσει, κι αυτός μονολογούσε:
— Ποιον έχει η Ελλάδα για να την οδηγήσει;... η Ελλάδα τραβά μες στο σκοτάδι...
Πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 – 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος, Αθήνα 31993