Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Translate

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ 07


 Ο Νέος τροβαδούρος εν Αθήναις

 Μα του Παρνασσού τας κίσσας,
και το δέρμα του Μαρσύου,
κι εγώ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταί από γραφείου!
Δόξαν επαιτών και κλέος,
σύρ' εκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι εγώ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
και σας ψάλλω καθαρά,
τραλλαλά τραλλαλλαρά,
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».



    Κι εγώ μέλπων καταισχύνω
τας Αρκαδικάς Σειρήνας
και γενναίον ζύθον πίνω
εις τας κλασικάς Αθήνας,
και σοβώ διά του πλήθους
υψηλαύχην μουσοπόλος,
υπό θέρμης κακοήθους
παρακρούων ασυστόλως
δεξιά κι αριστερά,
τραλλαλά τραλλαλλαρά
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».

    Εν εκστάσει κι εγώ θώκον
ποιητού και δάφνην είδον
και οιστρήλατος διώκων
τον χορόν των Ιλισίδων.
Αχ! προσκρούσας εκυλίσθην
εις του ποταμού τους βράχους,
και οπόταν αφυπνίσθην
έψαλον με τους βατράχους,
εις τ' ακάθαρτα νερά
τραλλαλά τραλλαλλαρά
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».

    Κι εγώ οσάκις εις την πόλιν
μείν' η Μούσ' άνευ ζωπύρου,
ανταλλάσσω την ασβόλην
με την δρόσον του Φαλήρου,
κι ασπασθείς διά της αύρας
τας γυμνάς των Ναϊάδων
κυνηγώ χελώνας, σαύρας,
δι' ακάρπων πεδιάδων
τονθορύζων σοβαρά
τραλλαλά τραλλαλλαρά
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».

    Κι εγώ γράφω. Κι αν ο χάρτης
λείψ' εκ της πολυγραφίας
(ο πιστός μου κύων μάρτυς,
μετασχών της εργασίας)
πάσαν θύραν, πάντα τοίχον,
προς το πείσμα των κυρίων,
καταβρέχω διά στίχων,
και τον κάλαμόν μου ξύων,
σχεδιάζω τολμηρά
τραλλαλά τραλλαλλαρά
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».

    Τους κριτάς κι εγώ φορτίζω,
ως τον Ηρακλήν Αυγείας,
και την δάφνην τοις χαρίζω,
αν μοι δώσουν τας χιλίας.
Αν μ' εκδάρουν πλην το δέρμα,
παρ' αξίαν εννοείται,
και το τελευταίον σπέρμα
του νοός μου εξαντλείται
εν τω σπείρειν μοχθηρά,
τραλλαλά τραλλαλλαρά
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».

    Λοιπόν, μα τας λάλους κίσσας,
και τον μάρτυρα Μαρσύαν,
κι εγώ πρέπω μεταξύ σας,
κύκνοι κατά φαντασίαν,
αφού προς κοινόν μας κλέος,
την πατρώαν λύραν σύρας,
τρουβαδόρος εγώ νέος
εκ της παλαιάς μου πήρας,
σας τα είπον φανερά
τραλλαλά τραλλαλλαρά
            «άρες μάρες
            κουκουνάρες».

Γ. Βιζυηνός,  Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, Eρμής 2001).