ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΓΕΡΟΣ
Μιὰ μέρα, ποῦ καθόμουνα σὲ κἄποιο ἀκρογιάλι
Κι' ἀνέπνεα τῆς θάλασσας τὸ μυρωμέν' ἀγέρι,
Εἶδα μιὰ νηὰ σὰ μάγισσα μπροστά μου νὰ προβάλῃ,
Καὶ νὰ βαστᾷ ἕνα γέροντα εἰς τὸ δεξί της χέρι.
Ἦταν νεράϊδα ἀληθινὴ ἡ κόρ' ἡ μαυρομμάτα
Καὶ κάναν νηὸ τὸν γέροντα τὰ τρυφερά της νειάτα.
Τὴν εἶδα καὶ μοῦ πάγωσε στῆς φλέβαις μου τὸ αἷμα
Ὅταν κι' ὁ γέρος μιὰ ματιὰ ἀγριωπὴ μοῦ δίνει·
Δὲν ξέρω τί ἐσήμαινε ἐκεῖνό του τὸ βλέμμα,
Ὅμως κ' ἐγὼ ἐψέλλισα εἰς τὴ στιγμὴ ἐκείνη,
Ὅτι κανένας εὔκολα τὰ νειάτα του χαρίζει,
Ἄχ! ὅταν τὰ γεράματα σὲ τέτοια νηὰ στηρίζῃ.
Δ. Κόκκος, Γέλωτες, Αθήνα, Τυπ. Ανδρέα Κορομηλά, 1880, σ.38.