Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ' τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.
Κάθονταν κάτω απ' το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ' το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ' έλουσα, χτες σ' άλλαξα, πού γύριζες —
ποιος γιόμισε τα ρούχα σου δάκρυα
και νεραντζάνθια.