Εμπόδιο σε τί;
Eμπόδιο σε τί;
Θυμήθηκα το χαιρετισμό του σινιάλου
από τέσσερα μίλια που μας είδες
σαν γυρνούσαμε ύστερ' από χρόνια.
Εμπόδιο σε τί;
Στην προκυμαία του μικρού λιμανιού ένα βαθύχρωμο πλήθος, πρόσμενε ασάλευτο, να φουντάρει το καράβι. Οι άνθρωποι αυτοί δέχονταν κατακέφαλα την πύρη του μεσημεριού με απάθεια. Ήσαν ναυτικοί, με ρούχα φτωχικά μα φροντισμένα· γυναίκες με δίχως χαρούμενο χρώμα στο ντύσιμό τους. Παιδιά σιωπηλά, που παρακολουθούσαν τη μανούβρα του καραβιού με μάτια στοχαστικά. Κι όταν οι πρυμάτσες δέθηκαν στο μώλο, όλος αυτός ο κόσμος ανέβηκε στο κατάστρωμα. Κάθε ναύτης πήρε τους δικούς του σε μια γωνιά· τους φίλησε τρυφερά, παραδόθηκε στα φιλιά τους· κι άρχισε μαζί τους μακριά και χαμηλόφωνη συνομιλία.