Γυμνοπαιδία A΄. Σαντορίνη
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.
Το φως επόθησε ο τυφλός
και τούγινε θρησκεία…
Προσκυνητής εμίσεψα στο μακρυνό ερμοκκλήσι,
που απά στο βράχο υψώνεται λευκό σαν περιστέρι,
κι ήπια νερό στη βρύση του, πλάι στο κυπαρίσσι,
που η Μοίρα το θεμέλιωσε με το λευκό της χέρι.
Του κάκου κι αν ξεδίψασα στο κάμα τ’ Αλωνάρη,
κι αν ηύρα μπρος μου ολάνοιχτη του ερμοκκλησιού τη θύρα,
φτερώνομαι σαν το πουλί στο πιο ψηλό κλωνάρι,
προς μιας θρησκείας υπέρκοσμης τη φωτεινή πλημμύρα.
Ω Φως… σε σένα η προσευχή κι η δέηση κι η λατρεία,
που νέο ρυθμόν αυτιάζομαι στ’ ολόλαμπρό σου θάμα,
τα βάρυπνα τα μάτια μου που κάθε αυγήν ανοίγεις,
να κοινωνήσω επόθησα το φωτεινό σου ανάμα…
Ρ. Φιλύρας, Άπαντα, Εκδόσεις Γκοβόστη, 1939.
Ελπήνωρ
Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Μα του Παρνασσού τας κίσσας,
και το δέρμα του Μαρσύου,
κι εγώ πρέπω μεταξύ σας,
ποιηταί από γραφείου!
Δόξαν επαιτών και κλέος,
σύρ' εκ τετριμμένης πήρας
τρουβαδόρος κι εγώ νέος,
λείψανον θραυσθείσης λύρας,
και σας ψάλλω καθαρά,
τραλλαλά τραλλαλλαρά,
«άρες μάρες
κουκουνάρες».